Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Μια θαμπή κοκκινίλα έβαψε το πρόσωπό του που έμοιαζε να φλέγεται λιπόσαρκο, με το δέρμα να είναι κολλημένο στο κρανίο του. «Οι κυράδες μου δεν με εμπιστεύονται πια και δεν μου μιλούν για τις υποθέσεις τους. Και καλά κάνουν. Γιατί να μου τα λένε άλλωστε; Εγώ είμαι μόνο ένας υπηρέτης.» «Να πάρει η οργή! Να σε πληρώσουν όμως ούτε κουβέντα!
Ένα θεόρατο μπάρκο με τα πανιά του τρίγγου και της αμπασογάμπιας ήταν κολλημένο μάσκα με μάσκα στο δικό μας. Ήταν εκείνο που είδα μια στιγμή το μεσημέρι και το έχασα πάλι. Τραβέρσο εμείς τραβέρσο εκείνο ετρακάραμε στη βόλτα. Εκεί ν' ακούσης φωνές και κακό! Ο καπετάνιος του μπάρκου έβριζε τον δικό μας και τον έλεγε τσοπάνο· ο δικός μας έβριζε και τον έλεγε παπλωματά!
Κείνοι ετράβηξαν τον ανήφορο, κι' αυτός εκρύφθη μέσ' το ορμάνι. Κείνοι εκύτταζαν τον δρόμο τους, κι' αυτός είχε το μάτι κολλημένο στον πεύκο. Σαν αλαργάρισαν εκείνοι, αυτός εζύγωσε, κι' ανέβη αλαφρός στο δένδρο, κ' εκαβαλλίκεψε στους κλώνους, κ' εξεκρέμασε κείνο που εφαίνετο σαν δισάκκι αραχνιασμένο, μια χαρά, και το δισάκκι σάπιο έρρεψε όλο, και τα κολοννάτα πετάχθηκαν σωρός, κάτω στο χώμα.
Γύρισε και κύτταξε το μαύρο του ράσο, τα μακρυά του γένεια, το πλατύ μεταξωτό ζωνάρι του και του φάνηκε πως έβλεπ' έναν άλλο άνθρωπο, ξένο, κολλημένο με τον εαυτό του, από διαβολική συνέργεια.
Και δυο – τρεις φορές προσπάθησε να πει κάτι, αλλά δεν μπορούσε, δεν μπορούσε∙ του φαινόταν ένα όνειρο. Τελικά κούνησε τον Τζατσίντο, προσπάθησε να τον ανασηκώσει, του είπε γλυκά: «Άντε, έλα μέσα! Η μαλάρια παραφυλάει….» Το σώμα όμως του νεαρού έμοιαζε να είναι από σίδερο, ξαπλωμένο βαρύ, κολλημένο επάνω στη γη από όπου φαινόταν ότι δεν ήθελε πια να ξεκολλήσει.
Ο Έφις άκουγε με τρόμο: ένοιωθε να βρίσκεται πάλι μπροστά στο τραγικό πεπρωμένο της οικογένειας με την οποία βρισκόταν δεμένος όπως είναι κολλημένο το βρύο στην πέτρα, και δεν ήξερε τι να πει, δεν ήξερε τι να κάνει. «Ωχ», αναστέναξε βαθειά ο Τζατσίντο. «Σίγουρα όμως θα φύγω από δω. Δε θα περιμένω να με διώξουν! Δεν έχουν έλεος οι θείες μου, και κυρίως η θεία Νοέμι. Δε με νοιάζει όμως.
Με τόνα πόδι απάνω στ' άλλο, σκυμμένος, με τ' αυτί κολλημένο προς το μπουζούκι του, κούρδιζε τα τέλια του με τη μικρή πέννα σιγά, σιγά, ως ότου να το βάλη στο ζένι. Παιδεύτηκε πολύ πάρα πολύ, που οι άλλοι κουράστηκαν. — Την άτιμη τη μπουργάνα πέφτει ολοένα, έκαμε εκείνος, και σταμάτησε. Ρούφηξε λίγο κρασί, τράβηξε το τσιγάρο του, και ξανάρχισε το κούρτισμα. Παιδεύτηκε και βρήκε τέλος το ζένι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν