Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Αυτά κείνοι τότε έλεγαν ωστόσο εις την Ιθάκη τ' ωραίο πλοίο έμπαινε, 'που μέσ' από την Πύλο έφερε τον Τηλέμαχο και τους συντρόφους όλους• και όταν εις τον πολύβαθον λιμένα κείνοι εφθάσαν, 'ς την γην επάνω ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, 325 και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν, και αμέσως φέραν τα λαμπρά τα δώρατου Κλυτίου• κήρυκα στείλαν έπειτατο δώρα του Οδυσσέα, το μήνυμα της συνετής να φέρη Πηνελόπης, ότ' είναι ο υιός τηςτον αγρό, και ότ' είχ' εκείνος στείλει 330την πόλι το καράβι ευθύς, μήπως απ' την λακτάρα η θαυμαστή βασίλισσα τρυφερά δάκρυα χύση. και σύγχρον' ήλθ' ο κήρυκας, και ο θείος χοιροτρόφος, την αυτήν είδησι να ειπούν και οι δυο προς την μητέρα. 335 καιτο παλάτι άμ' έφθασαν του θείου βασιλέα, ο κήρυκας, ανάμεσαταις δούλαις είπεν• «ήλθε, βασίλισσά μου, ο ποθητός υιός σου από την Πύλο», κ' εσίμωσε ο χοιροβοσκός κ' είπε της Πηνελόπης όσα τον είχε ο ποθητός υιός της παραγγείλει• και άμ' όλα πρόφερε πιστά, το μέγαρον αφήκε 340 και την αυλή, κ' εκίνησε προς τα μανδριά των χοίρων.

Γενικό γέλοιο και θόρυβος ετελείωσε το παιγνίδι, πριν μετρηθή ακόμη το χίλια. Οι πλέον σχετικοί ετράβηξαν ο ένας τον άλλον κατά μέρος, η καταιγίς επέρασε, εγώ δε ακολούθησα την Καρολίναν εις την αίθουσαν.

Όταν έφτασαν στο δάσος, εκείνη θέλησε να σταματήσουν, γιατί τα σωτήρια βότανα φύτρωναν γύρω τους άφθονα. Αλλά την ετράβηξαν πειο μακρυά. Έλα, κόρη, δεν είναι δω το κατάλληλο μέρος». Ο ένας σκλάβος εβάδιζε μπροστά της, ο άλλος την ακολουθούσε. Άφησαν τα πατημένο μονοπάτι, και μπήκαν μέσα σε βάτους, αγκάθια και γαϊδουράγκαθα ανακατωμένα.

Κείνοι ετράβηξαν τον ανήφορο, κι' αυτός εκρύφθη μέσ' το ορμάνι. Κείνοι εκύτταζαν τον δρόμο τους, κι' αυτός είχε το μάτι κολλημένο στον πεύκο. Σαν αλαργάρισαν εκείνοι, αυτός εζύγωσε, κι' ανέβη αλαφρός στο δένδρο, κ' εκαβαλλίκεψε στους κλώνους, κ' εξεκρέμασε κείνο που εφαίνετο σαν δισάκκι αραχνιασμένο, μια χαρά, και το δισάκκι σάπιο έρρεψε όλο, και τα κολοννάτα πετάχθηκαν σωρός, κάτω στο χώμα.

Άρχισα να πιστεύω πως εξεγραφτήκαμε από του κόσμου το βιβλίο· πως επαραδοθήκαμε βορρά στα κύματα· πως οι άνθρωποι ετράβηξαν χέρι μήπως συνεπάρη κ' εκείνους του θεού η κατάρα. Και άλλοι, αν μας απαντήσουν έλεγα, έτσι βέβαια θα μας φερθούν. Όμως από τις πολλές φωνές του καπετάνιου που δεν έχανε το θάρρος του, επιάσαμε πάλι τις τρόμπες.

Αυτά 'πε, και άμ' εδιάλεξαν είκοσι παλληκάρια, κ' εκίνησαν προς το ταχύ καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι• και πρώτα απ' όλα ετράβηξαντην θάλασσα το πλοίον, 780 και μες το πλοίον έβαλαν κατάρτι και πανία, και τα κουπιά με τα λουριά προς τους σκαρμούς εδέσαν, με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα ολόλευκα πανία• και οι τολμηροί θεράποντες τα όπλα εκεί τους φέραν• και τ' άραξαν σιμάτην γη, ψηλά• κ' εκείνοι εβγήκαν, 785 και αυτού δειπνήσαν, και να 'λθή το εσπέρας περιμέναν.

«Υποτελή, τι κάνεις εκεί; είπε ο Μόρχολτ. Και γιατί δεν κράτησες την βάρκα σου, όπως εγώ; — Υποτελή, για ποιο λόγο; απάντησε ο Τριστάνος. Ένας από τους δυο μας θα φύγη μονάχος του από δω. Δεν του φτάνει μια βάρκα;». Και οι δύο, ερεθιζόμενοι για τη μάχη με υβριστικά λόγια, ετράβηξαν μέσα στο νησί. Κανείς δεν είδε τη φοβερή μάχη.

Ολίγον έλειψε που τα νερά να με πνίξουν, μου εσήκωσαν τες αίσθησες, και με μεγάλην βίαν με ετράβηξαν, και μ' έρριξαν εις το παραθαλάσιον από μίαν σχοιματιάν βουνού.

Τέλος την Πέφτη, αφού πρώτα εβγήκαν οι συγγενείς του να ψάξουν τους δρόμους και οι γυναίκες ετράβηξαν εμπρός να διώξουν κάθε κακό συναπάντημα, εκατόρθωσε να φτάση στη γολέτα. Και τόρα η κουκουβάγια δεν είχε σκοπό να ξεκολλήση από το καράβι! Ήρθε πάλι κ' εκάθησε στο κατάρτι. Ήταν γυρισμένη στον καπετάνιο κ' εστύλωνε τα μεγάλα μάτια της καταπάνω του.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν