United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του πεθερού του μια γολέτα που εκαπιτάνευε μισθωτός την έφαγεν ο άμμος του Αλαφονησιού. Με κανένα ξύλο δεν ημπόρεσε να τελειώση ταξείδι. Αν εγλύτωνε στο πρώτο την επάθαινε στο δεύτερο. Αν εγλύτωνε και στο δεύτερο στο τρίτο ήταν εξωφλημένος. Εκατάντησε ούτε τ' όνομά του να μη θέλουν ν' ακούσουν οι ναυτικοί.

Αφήσαμε όλοι το πανιά κ' επήρε καθένας τη θέσι του. Ο Μπαρμπατρίμης εγύρισε τη γολέτα από την Ερημόμηλο κατά τα Γερακούνια. Ήταν επικίνδυνο το μέρος γιατί έχει ρέματα ορμητικά κ' εύκολα ημπορεί να σε ξεπέση. «Ερημόμηλο ξεπέσης Γερακούνια καταντάς», έλεγαν οι παλαιοί. Μα ο γέροντας είχε στιβαρό κ' επιδέξιο χέρι. Όταν εχούφτωνε το τιμόνι λαχτάρα το έπιανε.

Καθρέφτης ο ίσκιος της. Και όταν αργά εσήκωσε τα μάτια επάνω του, το πικρό χαμόγελό της δεν ήθελε να ειπή αν έβγαινεν απρόθυμη από το νησί είτε αν της έδωσαν άντρα γέροντα. Μέσα στη γολέτα είμαστε όλοι και όλοι έξη νομάτοι. Ο καπετάνιος με τον γραμματικό του δυο· εγώ και το ναυτόπουλο άλλοι δυο και δυο ναύτες Μυκωνιάτες. Άλλος κανείς.

Γυναίκα μου, κυρά μου, αφέντρα μου! να τα φορής να χαίρεσαι· της είπε δακρύζοντας από χαρά και περηφάνεια όταν την είδε λαμπροστολισμένη σαν την Ηλιογέννητη. Αν δεν σου φτάνουν αυτά, σου παίρνω κι' άλλα. Κι' αν δεν αρκούν κ' εκείνα, πουλώ και τη γολέτα μου να σε χρυσοντύσω σαν την Τηνιακιά. Εκείνη δεν είπε τίποτα, μόνον απόμεινε κυτάζοντας λαίμαργα τα φανταχτερά ρούχα της.

Από ναύτης ήταν δουλευτής ακούραστος και οικονόμος. Λίγολίγο απόχτησε μερικά λεφτά, επήρε μισακό ένα σαπιοκάικο κ' εδούλεψε σερμαγιά εδώ τριγύρω. Έπειτα το σαπιοκάικο έγινεν όλο δικό του και άνοιξε δουλειές ως την Αττάλεια. Τέλος έχτισε τη γολέτα και άπλωσε τα ταξείδια του πέρα στον Ποταμό. Μα τόρα ήταν όλος θυμό.

Απελπίστηκε να περιμένη του ανέμου το θέλημα κ' εσκέφθηκε να το βιάση με του Επιτάφιου το κερί. Σ' εκείνο δεν αντιστέκεται η ομίχλη ούτε στιγμή. Το ναυτόπουλο ήταν ο μικρότερος και ο αγνότερος μέσα στη γολέτα. Ενίφτηκε αμέσως, εφόρεσε τα γιορτινά του ρούχα, έβαλε το κερί μ' ευλάβεια σ' ένα κουτάκι, το άναψε και το απίθωσε με μια κλωστή κάτω στα νερά.

Και όταν τον εστενοχωρούσαν με τα λόγια τους και με τα βλέμματά τους που ήσαν πλέον παρακαλεστικά από τα λόγια τους, έσκαε την κόκκινη σκούφια του χάμω και μελανιάζοντας έλεγε: — Ανάθεμα στον καπετάνιο που τσουρμάρει συντοπίτες του! Να με ιδής στο πίκι κρεμασμένον Μπαρμπατρίμη, αν βάλω άλλη φορά στη γολέτα μου Μυκονιάτη!...

Εκείνο το ζωντανό σήμαντρο ακούοντας η θεόσταλτη γολέτα οδηγήθηκε να έρθη κοντήτερα και να μας σώση. Όλοι εσωθήκαμε· ένας μόνον απόμεινε, ο σκύλος μας. Ένας με τον άλλον όλοι εδοκίμασαν να τον πάρουν αλλά κανένα δεν άφινε να τον πλησιάση. Του καπετάνιου που ετόλμησε να τον πιάση του έκαμε κουρέλια τον μουσαμά. Aναγκασθήκαμε να τον αφήσουμε.

Εζήτησε να βάλη μισθωτόν καπετάνιο στη γολέτα και δεν εύρε κανένα. Όταν είδε πως παίρνει βοηθητικός καιρός και αποφάσισε να φύγη ευρέθηκε Τρίτη και ανάβαλε. Κινάει την Τετράδη να κατεβή στο γιαλό και πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν μια γίδα. Τι να κάμη; Γυρίζει πίσω.

Το κόττερο του καπετάν Ανδρέα που εγλύτωσε σε μια σοροκάδα, σαν αυτή τώρα· γολέτα του καπετάν Μαΐστρου φορτωμένη κάρβουνα ολίγον έλειψε, να καή όταν έπιασαν φωτιά τα καρβουνάδικα στην Πόλι· η βάρκα του μπάρμπα Γιαννιού, οπού ανετράπη έξω από το λιμάνι από ένα σαγανάκι και δεν έπαθε τίποτε· όλα ήσαν εκεί εις την Παναγίαν την Λημνιάν αναθήματα.