United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδρασκέλαεν από πρύμη σε πλώρη το κατάστρωμα, σαν το λεοντάρι μέσα στο κλουβί· πότε εμίλαε μόνος του δυνατά· πότε εχειρονομούσε χωρίς αιτία· πότε ετραβούσε τα μαλλιά κ' εχτυπούσε το κεφάλι του στα ξύλα και όλο εβλαστημούσε την τύχη του και την τέχνη του. Στη γολέτα ήσαν απλωμένα όλα τα πανιά.

Τον καπετάνιο μας όλοι τον εμακάριζαν για την καλή καρδιά, τη γρήγορη γολέτα και την όμορφη γυναίκα του. Οι προξενήτρες στο νησί για να παινέψουν τον γαμπρό έλεγαν: Καλόγνωμος σαν τον καπετάν Παλούμπα. Οι ναυτικοί όταν ήθελαν να συστήσουν κάποιο καράβι: Καλοτάξειδο σαν τη γολέτα του καπετάν Παλούμπα. Και οι νέοι όταν εμιλούσαν για την αγαπητική τους: Όμορφη σαν τη γυναίκα του καπετάν Παλούμπα.

Δεν ξεύρω πόσον καιρό εκοιμήθηκα μέσα στη γολέτα. Μόλις επατήσαμ' εκεί, μας έγδυσαν οι ναύτες από τα ρούχα, που κολλημένα έβγαιναν μαζί με το δέρμα, μας επότισαν τσάι με το ρούμι και μας εξάπλωσαν στα ζεστά κρεβατοστρώσια. Όταν άνοιξα τα μάτια μου είμαστε ομπρός στα Μπουγάζια. Ο ουρανός χρυσογάλανος και η θάλασσα στρωτό κρυστάλλι. Οι μύριες της γλώσσες εφιλούσεν απαλά τις στεριές.

Όχι ο ουρανός ψηλά, ο πλατύχωρος θόλος που έγινε μια φορά σκάλα του Ιακώβ για ν' ανεβή στον θεό του. Εκείνος εξακολουθούσεν ολογάλαζος και ηλιολουσμένος την ημέρα, τη νύχτα κοσμοστόλιστος να σκέπη το τρυφερό θαύμα που έπεσε στη γολέτα μας. Ερωτευμένος, λέγεις, ήταν κ' εκείνος μαζί του κ' έβλεπε και αναγάλλιαζεν. Άλλος ουρανός εσυγνέφιασε· το μέτωπο του καπετάν Παλούμπα.

Ήταν φημισμένος σε όλα τα Δωδεκάνησα αυτός και το έχει του. — Τήρα καλά, κακομοίρη· την καπετάνισα και τα μάτια σου! μου είπε όταν την έφερε στη γολέτα. Δεν ξέρεις, καλό παιδί, πόσο την αγαπώ!... Τρέμω να την αφήσω μονάχη και να φύγω. Ε, καλά! και ποιος δεν το ήξευρε; Απάνω στα εξήντα χρόνια του ο καπετάν Παλούμπας αποφάσισε να παντρευτή. Το αποφάσισε όχι· ψέμματα είπα. Η τύχη το έφερε.

Λύτρωσές μας Χριστέ, όπως ελύτρωσες τον κόσμο· εδεήθηκεν εγκαρδιακά. Στη στιγμή — τ' ορκίζομαιστη στιγμή έρχετ' ένα φύλλο και σαρώνει από τη γολέτα την ομίχλη. Την εκουρέλιασε, την έσπρωξε, την συνεπήρε, μέσα την έκλεισε στις σκοτεινές σπηλιές σαν κατάδικο.

Αλλά τόσο ήμουν απελπισμένος, που δεν ήθελα να πιστέψω τα ίδια μου τ' αυτιά. Και όταν πάλι δυνατώτερη και πλέον κοντά εξαναδευτέρωσε, είπα πως ήταν κάποιος από τους συντρόφους μου που αγγελοκρουόταν. Αλλά, δόξα να έχη ο Θεός, δεν ήταν από τους συντρόφους μου· ήταν από μία γολέτα που έπεσε κοντά και μας έσωσε. Λίγο έλειψε, ακούς, να φάμε και δεύτερο τράκο από τη γολέτα.

Μας εύρε το ηλιοβασίλεμα ανάμεσα ΣίφνουΣέρφου, διόμισυ μίλια κάτω από την κόκκινη Χερρόνησο. Ως εκεί εβοήθησεν ο γρεγολεβάντες και με πρωτοδεύτερα πανιά εκατεβήκαμε από της Μύκονος τον Γούρλο για πέντε ώρες. Ήταν γρήγορη η γολέτα του καπετάν Κρεμύδα και δεν είχε δυσκολία σε καλόν καιρό να πάρη και οχτώ και δέκα μίλια την ώρα. Όμως αποδώ κ' εμπρός δεν έπαιρνε ουδέ τρία στη βόλτα.

Τέλος την Πέφτη, αφού πρώτα εβγήκαν οι συγγενείς του να ψάξουν τους δρόμους και οι γυναίκες ετράβηξαν εμπρός να διώξουν κάθε κακό συναπάντημα, εκατόρθωσε να φτάση στη γολέτα. Και τόρα η κουκουβάγια δεν είχε σκοπό να ξεκολλήση από το καράβι! Ήρθε πάλι κ' εκάθησε στο κατάρτι. Ήταν γυρισμένη στον καπετάνιο κ' εστύλωνε τα μεγάλα μάτια της καταπάνω του.

Μια στιγμή που απαράτησεν ο γέρος το τιμόνι, μας άρπαξε το ρέμα στα κλωθογυρίσματά του, μας έσπρωξε απάνω στα Γερακούνια και η δόλια γολέτα άνοιξε σαν καρύδι. Και από τη θαμπή ερημία του νησιού, ανέβηκε για τελευταία φορά, πλέον άγρια κ' αιματοπήχτρα η φωνή της κουκουβάγιας, κραυγή νικητήριος συφοράς και δακρύων: — Κουκουβάου!... κουκουβάουβάου!...