United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα τον ανεμοδέρνω εις τα κύματα κι' ας μη 'μπορώ να πνίξω το καράβι του! Κύτταξ' εδώ τι έχω. Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Δόσε μου να ιδώ. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ενός πιλότου έχω ένα δάκτυλο, οπού ενώ γυρνούσεν εναυάγησε, Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Τα τύμπανα! Ο Μάκβεθ έρχετ', έρχεται!

Διότι αγνοεί, όπως λέγει, αν υπήρξε ποτέ φιλονικία μεταξύ των Λαβδακιδών και του υιού του Πολύβου. Άλλως τε, κατά την ιδέαν του, μόνον ο Ζευς και ο Φοίβος ως θεοί γνωρίζουν τα μέλλοντα όχι δε και ο Τειρεσίας. Ο Οιδίπους εις όλα αυτά υπωπτεύθη συνωμοσίαν του μάντεως και του Κρέοντος ενατίον του. Έρχετ’ ενώπιόν του ο Κρέων δια ν’ απορρίψη την δεινήν κατηγορίαν.

Έρχετ' άξαφνα ο Κωσταντής, και με χαιρετάει από μακριά και μου λέει «Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' η μάννα μας σε θέλει».— «Αλλοίμον' αδερφάκι μου» του κράζω «και τι νε τούτ' η ώρα! Ανίσως κ' είνε για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου Κι αν είνε πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι». Και μου λέει «Έλα καταπώς είσαι» . Κι ανεβαίνω μαζί του τάγριο τάλογο, και σύραμε σα σύννεφα κ' ήρθαμε.

Όχι, δεν κάθουμε! είπεν η μικρά, κτυπούσα τους πόδας της με πείσμα. Βλέπουσα δε μετά τρυφερότητος μικρόν σαλίγκαρον τον οποίον είχε ξεθάψη από μιας ρωγμής του λόφου, ήρχισε να του ψάλλη με φωνήν καθαράν και γλυκείαν, ως το ψιθύρισμα της πλησίον πηγής: — Σαλίγκαρε, μαλίγκαρε, βγάλ' τα κέρατά σου, γιατ' έρχετ' η κυρά σου με τα πρόβατά σου!

Ο ευγενής ο δούκας, ο κύριός μου κι' αρχηγός, έρχετ' εδώ απόψε, και επ' ονόματι αυτού θα προκηρύξω, ότι όποιος τον φέρη ζωντανόν τον μιαρόν κακούργοντα χέρια του δημίου του, ανταμοιβήν θα λάβη· κ' όποιος τον κρύψη θάνατος! ΕΔΜ. Αφού του κάκου είδα ότι με λόγια προσπαθώ την γνώμην του ν' αλλάξω, τον εφοβέρισα κ' εγώ ότι θα τον προδώσω.

Να τον κάνωμε να σκάση. Ο Φλεβάρης ηυχαριστείτο. — Α! για λέγε· είπεν ανυπομόνως. — Σήμερα τελειόν' η διορία μου και αύριο έρχετ' εκείνος· να μου δανείσης δυο ημέρες να τον δυσκολέψουμε. Ο Φλεβάρης έκυψε την κεφαλήν. Οι μήνες αγαπούν τας ημέρας των, ως ο φιλάργυρος τα χρήματά του.

Εδιάβηκε η μαυρύλα Κ' έρχεται πάλαι η ξαστεριά. Θολός, συγνεφιασμένος Δε μένει τέτοιος ουρανός, ώρα πολλή δε μένει. — Καπνούρα, Μήτρε, καταχνιά... δε μας χασομεράνε. Όθε περάσουν, ερημιά, μένει το χώμα στείρο. — Έρχετ' εμπρός η Λιαπουριά με τον Ομέρ Βριόνη.. Διαμάντη, κύτταξε και συ, σαν και να σταματήσαν.