United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι μου!... Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μεσοκάναλα εκείνη τη νύχτα. Σπάνια νύχτα· πρώτη και τελευταία θαρρώ στη ζωή μου. Τι είχαμε φορτωμένο; Τι άλλο από σιτάρι. Πού επηγαίναμε; Πού αλλού από τον Πειραιά. Πράγματα και τα δυο που τα έκαμα το λιγότερο είκοσι φορείς. Μα εκείνη τη βραδιά αισθανόμουν τέτοιο πλάκωμα στην ψυχή που εκινδύνευα να λιποθυμήσω.

Το καράβι μας αρμένιζε με τα πανιά γεμάτα, και ελογαριάζαμεν ότι θα φθάσωμεν ευτυχώς με αυτόν τον αέρα εις την ποθουμένην πατρίδα μας. Μα εις μίαν νύκτα εσηκώθη μία φουρτούνα τόσον σφοδρά, που ηναγκάσθημεν να παραιτηθούμεν εις την διάκρισίν της, της οποίας η σφοδρότης μας έβγαλεν έξω από την στράταν μας, και ήλθε το καράβι μας και ετσακίσθη εις μίαν ξέραν, σιμά εις ένα ερημονήσι.

Επειδή και το καράβι κατήντησεν εις ένα ρεύμα τόσον ορμητικόν, που ήτον αδύνατον να γυρίση οπίσω· το οποίον ρεύμα το έφερε με μεγάλην ορμήν, τόσον που εις ολίγον διάστημα καιρού το καράβι κτυπώντας εις τους βράχους ενός βουνού εσυντρίβη.

Έξω από το λιμάνι στην ανοιχτή θάλασσα, ολόασπρη και φωτεινή πέρα, κάτω από της ακτίνες του ήλιου, ώρμησε το καράβι. Στο Κάρχαιξ, ο Τριστάνος λυώνει από το κακό του. Περιμένει με πόθο τον ερχομό της Ιζόλδης. Τίποτε δε τον παρηγορεί πεια, κι' αν ζη ακόμη, είναι γιατί περιμένει. Κάθε μέρα έστελνε στην παραλία να κυττάξουν μήπως έρχεται το καράβι, και τι χρώμα έχει το πανί του.

Από τ' άλλα πλοία σιγανότερες και μακρυνότερες φωνές σάλπιγγας φτάνανε κ' αυτές ως κει. — Κάθε σάλπισμα, είπεν ο Ρένας στο σύντροφό του γραφέα, προορίζεται για ορισμένη τάξη ναυτών. Στο καράβι μας χτυπάνε πληρωμή θερμαστών, στο διπλανό τους φωνάζει η σάλπιγγα για αγγαρία.. Η ψυχολογία κάθε σαλπίσματος είναι σύμφωνη με την έννοιά του.

Μετά λίγη ώρα η συνοδιά κατέβαινε στο λιμάνι, κ' οι Κρητικοπούλες που φορτωθήκανε στο τρικάταρτο το καράβι δεν ξανακούστηκαν πια με τα χαριτωμένα τους τα ονόματα. Ξεκινώντας την άλλη μέρα το πλοίο, κοίταζαν οι κοπέλλες το κορμί της αρχοντοπούλας απάνω στα κύματα δεμένο μαζί με τον αδερφό της το Ζανουλάκη.

Ο Κατής ακούοντας τέτοιες μαρτυρίες, άνοιξε τα μάτια του, και ευθύς έστειλε μερικούς τζοχανταρέους του διά να εύρουν εκείνους τους πραγματευτάδες· μα εστάθη ματαίως η ζήτησίς του· επειδή και οι άνομοι ωσάν είδαν που ο Κατής με εφυλάκωσε, φοβούμενοι διά να μη φανερωθούν ψεύται, εμβήκαν εις ένα καράβι εκείνην ημέραν και εμίσευσαν με καλόν αέρα.

Ο περιορισμένος τόπος του καραβιού, ο τόσο στενόχωρος και μαζεμένος, διαρκώς μεγάλωνεν, ενώ οι λεπτομέρειες του φθάνανε στο άπειρο., Και όμως τίποτα δεν τον χωρούσε το Ρένα. Μέσα στο καράβι, στον εαυτό του, στη γύρω ακόμη φύση όλα είχανε αλλάξει. Γύρευε πέννα με χρώματα, χρωστήρα με μελάνι, χαρτί από μουσαμά ζωγραφικής.

Είπαν και η κακή νίκησεν η γνώμη των συντρόφων. το λύσαν, και όλοι εξ' ώρμησαν οι άνεμοι κ' επήρε αυτούς ο ανεμοστρόβιλος μακράν απ' την πατρίδα εις τα πελάγη, κ' έκλαιαν• τινάχθηκ' απ' τον ύπνο, και μες την ακριμάτιστη ψυχή μου εγώ μετρούσα 50 ή από την πλώρη να ριχτώ και να σβυσθώτο κύμα, ή να υποφέρω αμίλητα και εις την ζωή να μείνω. είπα να μείνωτην ζωή και μέσα εις το καράβι κειτόμουν ολοσκέπαστος• και η τρικυμιά τα πλοίατο Αιόλιο γύρισε νησί, και οι σύντροφοι εστενάζαν. 55

Ανατρίχιασα όλος. Οι ναύτες εκείνοι επήδησαν, βέβαια στο καράβι μας όπως εμείς στο δικό τους και μαζί τους ερούφηξε η θάλασσα. Έλειπεν όμως η μεγάλη βάρκα και ίσως σ' εκείνη εζήτησαν τη σωτηρία τους. Κυτάζω γύρω· τίποτα. Τους εσυχώρεσα και τους εξέχασα. Ηύρε ως τόσο τον κόχυλα κ' εφύσηξε ο ναύκληρος δύοτρεις φορές.