Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


ΕΡΜΙΟΝΗ Με άφησες, πατέρα, με άφησες σαν καράβι χωρίς τιμόνι και χωρίς κουπιά εις την θάλασσαν, θα με σκοτώση, θα με σκοτώση ο άνδρας μου. Δεν θα μείνω πια εις αυτό το παλάτι που έκαμα τους γάμους μου. Εις τίνος θεού άγαλμα να πέσω ικέτις; Να πέσω ως δούλη εις τα πόδια της δούλης; Είθε να ήμουν πουλί να επετούσα μακρυά από την Φθιώτιδα.

Το πρώτον πράγμα που αυτοί έκαμαν, οπόταν εμβήκαν εις το καράβι εστάθη που να αραδειάσουν όλους τους ταξειδιαρέους, που ευρίσκονταν εις το καράβι και να τους ψηλαφήσουν με μεγάλην επιμέλειαν, τους εγύριζαν και τους εξαναγύριζαν καθώς ήθελαν· και έκαναν καθώς εκείνοι που ψηλαφούν τους σκλάβους που θέλουν να τους αγοράσουν· έστεκαν ξεχωριστά να εξετάζουν τα δόντια τους και τα μαλλιά, και είχαν μεγάλην επιμέλειαν εις το να μετρούν τες ζαρωματιές του προσώπου.

Με τα μούτρα κάτω στα τρίσβαθα. Ένα γκοπ! τρομακτικό ακούστηκε, το καράβι σείστηκε συθέμελο και οι αρμοί του σαν να γινόντανε χίλια κομμάτια, τρίξανε με μιας από πλώρη σε πρύμη, από κουβέρτα σε καρένα, ένα τρίξιμο χαμού. Πρώτη φορά τα χρειάστηκε ο Καπετάν-Μοναχάκης. Έδωκε ο Θεός και δεν κοιμήθηκε το καράβι. Δεύτερο κύμα ζωντανό χύθηκε από τη μάσκα κ' έλουσε πρύμα-πλώρα το καράβι.

Έτσι όλοι αφού μαζέφτηκαν οι παινεμένοι Αργίτες, τότες σηκώθη ο ξακουστός γιος του Πηλέα κι' είπε 55 «Τ' Ατρέα γιε, τι βγάλαμε με τους θυμούς μας τάχακι' εσύ κι' εγώόταν πιάσαμε καρδολυσσάχτρα αμάχη να! για μια τσούπα, και το νου μας τύφλωσε το πάθος; Κάλια ας την είχε η Άρτεμη θερίσει στο καράβι τη μέρα όταν την πήρα εγώ πατώντας το καστρί της! 60 Τότε έτσι από κοντάρια οχτρών τόσοι Αχαιοί και τόσοι μ' αίμας τη γης δε θάβαφαν, σα μ' έπιασε το πείσμα.

Ο σίφουνας όμως επλάκωνε φτεροπόδαρος, στηθάτος ρουφώντας, διψασμένος Τάνταλος το νερό και τινάζοντάς το στον ουρανό μαύρη καταχνιά και αντάρα. Τόρα έλεγες θα μας γδύση το κατάστρωμα ή θα σηκώση το καράβι σύσκαρμο ψηλά. Έφτασεν έτσι οργυιές δυο μακριά μας.

Καράβι έχεις το κορμί που πικροαρμενίζει μέσ' την πλημμύραν. Κι άνεμος οι αναστεναγμοί σου. Φοβούμαι, αν ο άνεμος δεν γαληνεύση, μήπως το θαλασσοδαρμένον σου κορμάκι το βουλήση. — Της είπες την απόφασιν που έλαβα, γυναίκα; ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Τα είπα, πλην ευχαριστεί.... να 'πανδρευθή δεν θέλει... Ανόητη! της ήξιζε να πανδρευθή τον Χάρον!

Εγώ με χέρια βέβαια δεν θέλω πολεμήσει Διά την κόρην, ούτ' εσέν', ούτε κανέναν άλλον· Ότι εσείς την παίρνετε, 'πού μέ την εδωσέτε. Από δε τ' άλλα, όσα μ' είν' 'ς το μαύρο το καράβι, Δεν θέλεις πάρη τίποτε χωρίς το θέλημά μου. Ει δ', έλα δα δοκίμασε, για να ιδούν και τούτοι. Ευθύς το μαύρο αίμα σου θα ρεύσ' εις το κοντάρι.

Αυτά 'πα, και εις τα στήθη τους ερράισ' η καρδία, κ' είπεν ο Ευρύλοχος πικρά• «σκληρός είσ' Οδυσσέα• σου περισσεύ' η δύναμις, ακούραστα 'χεις μέλη• σίδερο θα 'ναι η πλάσι σου, 'που, αγρύπνια αφού και κόπος 280 εδάμασαν τους φίλους σου, δεν τους αφίνεις τώρατην γη να βγουν και εις το νησί, που η θάλασσ' όλο ζώνει, τον δείπνο θα ετοιμάζαμε, και θα 'χαιρε η καρδιά μας• και συ να παραδέρνουμε την άγρια νύκτα θέλεις, πέρ' από τούτο το νησί, 'ς τα σκοτεινά πελάγη. 285 και η νύκταις μάλιστα γεννούν τους φοβερούς ανέμους, των καραβιών καταστροφή• τον χάρο που θα φύγης, την νύκτ' αν ξάφνου σηκωθή και σ' εύρη ανεμοζάλη, Νότος είτ' έλθ' ή Ζέφυρος, σφοδρότατος αέρας, 'που και εις το πείσμα των θεών συντρίβουν τα καράβια; 290 όθεν ας υπακούσουμετην μαύρη νύκτα τώρα• τον δείπνο θα ετοιμάσουμε προς το γοργό καράβι, και ως φέξη θα το ρίξουμεν εις τα πλατειά πελάγη»,

Αμίλητοι όλοι μας, σα να κοβότανε λείψανο μπρος μας. Όσο για μένα, ανεμοζάλη τον πήρε το νου μου... Σα ψέματα μου φαίνουνταν πως ο γελαζούμενος ο γέρο Βασίλης είτανε τέτοιος ήρωας... Τους έμαθα τους αληθινούς ηρωισμούς του κατόπι, τις έμαθα τις παλικαριές του, σαν πήδηξε κι αυτός σε καράβι κ' έσπερνε τρόμο με τους συντρόφους του... Τι να σου τα λέγω αυτά! Άνοιξε την ιστορία, και θα τα δης.

Ο Καπετάνιος και οι ναύτες του μην ηξεύροντας πλέον πώς να κυβερνηθούν άφησαν το καράβι εις την διάκρισιν των ανέμων και των κυμάτων και αντιπαλεύοντας πολλές ώρες με τα κύματα και με τον αέρα τέλος πάντων ετσακίσθη, και επνίγησαν όλοι όσοι ήσαν εις αυτό, έξω από τον Καπετάνιον, και τη Ρεσπίναν, που εφυλάχθησαν κάθε ένας επάνω εις μίαν σανίδα, και επήγαν και έπιασαν γην, ο Καπετάνιος εις ένα τόπον και η Ρεσπίνα εις άλλον· αυτή εφέρθη από τα κύματα εις ένα νησί πολλά κατοικημένον, εις το οποίον εβασίλευε μία γυναίκα.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν