United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε μετά φόβου είδον αίφνης το κομψόν βρίκιον να προσεγγίζη εις το Μπούρτσι περισσότερον του πρέποντος, ώστε «να μη δύναται να τα πάρη πλέον». — Νά! Να ακούονται φωναί από του πλήθους. — Καί τινες εν ταραχή σπεύδουσι προς την ξηρόνησον συνεχομένην διά γεφύρας μετά της πόλεως, αδιαφορούντες προς την μεγάλην πλημμύραν, ήτις ένεκα του βορειοανατολικού είχε κατακαλύψει την γεφύρωσιν.

Καράβι έχεις το κορμί που πικροαρμενίζει μέσ' την πλημμύραν. Κι άνεμος οι αναστεναγμοί σου. Φοβούμαι, αν ο άνεμος δεν γαληνεύση, μήπως το θαλασσοδαρμένον σου κορμάκι το βουλήση. — Της είπες την απόφασιν που έλαβα, γυναίκα; ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Τα είπα, πλην ευχαριστεί.... να 'πανδρευθή δεν θέλει... Ανόητη! της ήξιζε να πανδρευθή τον Χάρον!

Άλλως ήτο τόσον σκαιός και αδέξιος, όσον και ειλικρινής, και όχι μόνον δεν ηδύνατο να είπη ψεύδος, αλλ' ουδέ την αλήθειαν ηδύνατο να εκφράση, αν αύτη ήτο κολακευτική προς πρόσωπόν τι. Νέος προς νέαν, αγνός προς αγνήν, πένης προς άπορον, δεν ηδύνατο να έχη πλήμμυραν λόγων ουδέ φιλοφρονήσεων. Την καρδίαν του μόνην είχε, και αύτη δεν ηδύνατο ν' αναβή μέχρι των χειλέων.

Η νεαρά γυνή ήτο επί του εξώστου της οικίας, την οποίαν είχεν ενοικιάσει όπως δεχθή αυτήν ο σύζυγός της, πρεσβύτης πεντήκοντα και τριών ετών, οικίας κειμένης παρά τον αιγιαλόν, εντός και εκτός του κύματος, κατά την πλημμύραν την οποίαν θα έφερεν ο νότος ή την άμπωτιν την οποίαν θα επροξένει ο βορράς.

Ήρχισαν να επιχύνωσιν επ' Αυτόν πλήμμυραν ερωτήσεων, να εξετάζωσι, να Τον κατηχώσι, να προσπαθώσιν όπως αποσπάσωσι λόγους απ' Αυτού, ελλοχώντες εις ενέδραν ως θηρευταί άπληστοι, ιχνηλατούντες μήπως ανακαλύψωσι παρ' Αυτώ και μικρόν αιρέσεως κόκκον, επί του οποίου να στηρίξωσι κατηγορίαν, όπως ποιήσωσιν Αυτόν εκποδών.

Κ' εμπρός όλων τούτων ο Αρχηγός με την ξηράν του όψιν και τον κόκκινον ντουλαμά του και τους μακρούς, αγριωπούς μύστακάς του, πλήρης θυμού κ' έχθρας η οποία ανεπήδα εις πλημμύραν φωτός από τους μαύρους οφθαλμούς του, διεκρίνετο ανεμοταράττων και καταπλήττων τα εχθρικά πλήθη.

Αλλ' Εκείνος εν τω μεταξύ είχε ρίψει πλήμμυραν φωτός επί των δυσχερειών της Μωσαϊκής νομοθεσίας, δείξας ότι αύτη ήτο προσωρινή, όχι οριστική, παροδική, όχι αιωνία.

Λοιπόν ας μεταχειρισθώμεν ένα μύθον και ας υποθέσωμεν ότι μετεφέρετο αναπνέων ακόμη ο Πάτροκλος εις την σκηνήν του χωρίς όπλα, καθώς βεβαίως συνέπεσε εις πλείστους, εκείνα δε τα προηγούμενά του όπλα, τα οποία λέγει ο ποιητής ότι εδόθησαν από τους θεούς εις τον Πηλέα ως προιξ εις τον γάμον του με την Θέτιν, τα εκράτει ο Έκτωρ, τότε άραγε θα επετρέπετο εις όλους τους τότε κακούς να ονειδίζουν τον υιόν του Μενοιτίου διά την απόρριψιν των όπλων; Ακόμη δε και όσοι άλλοι ερρίφθησαν εις κρημνούς και έχασαν τα όπλα των, ή μέσα εις την θάλασσαν, ή από κακοκαιρίαν αποκλεισθέντες εις έν μέρος από την εξαφνικήν πλημμύραν πολλών ρευμάτων, ή όσα άλλα παρόμοια θα ημπορούσε κανείς να απαριθμήση, διά να παραστήση ως ευπρόσωπον έν κακόν ευκόλως συκοφαντούμενον.

Ηδύνατο δε και να περμένη αφού η Μαργή δεν εφρουρείτο, όπως η Πηγή, από δράκους με τουρλωτά φέσια και τουφέκια. Και θα ηδύνατο να την βλέπη και να της ομιλή. Ησθάνετο δε απόλυτον την ανάγκην να δίδη διέξοδον εις την πλήμμυραν της καρδίας του, έστω και με λόγους.