United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Γερομήτρος, ο oποίος είχε κτίσει κατ' εκείνο το έτος την καλύβην του πλησίον εις τ' Aλώνια, διηγείτο ότι αι φωναί του σκύλου του τον εξύπνησαν μίαν νύκτα, ότι ήνοιξε το παράθυρον και είδεν έξω από τον τοίχον του αυλογύρου του ένα φοβερόν λύκον, ότι ήρπασε το όπλον του και ετουφέκισεν, αλλά δεν τον επέτυχε, και τον είδεν εις το φως της σελήνης αποσυρόμενον με την ουράν χαμηλά και με βήματα ωσάν μεθυσμένου ανθρώπου, και ότι τόσον ετρόμαξεν, ώστε δεν εσκέφθη να γεμίση και πάλιν το μονόκαννον όπλον του διά να πυροβολήση εκ δευτέρου.

Έπρεπεν εν τούτοις να αναγγείλωσιν εις τον κύριόν των το συμβάν. — Ας το αναγγείλη ο Γύλων, εψιθύρισαν φωναί τινες· έχει καθημαγμένον το πρόσωπον, όπως και ημείς και ο κύριος τον αγαπά πολύ. Αυτός θα κινδυνεύση ολιγώτερον από τους άλλους.

Όχι μόνον αι φωναί των δεν συμφωνούν, αλλά και οι τρόποι των είνε ανόμοιοι και αντιθέτως κινούνται και αι σκέψεις των συγκρούονται, έως ου ένα έκαστον εξ αυτών αποπέμψη εκ της σκηνής ο χορηγός λέγων ότι δεν τον χρειάζεται πλέον• μετά τούτο σιωπούν όλοι ομοίως και παύουν να τραγουδούν παραφώνως το συγκεχυμένον εκείνο και άτακτον άσμα.

Δεν είχεν εισέτι παύσει η ανάβασις, ότε αντήχησαν δύο τρεις τουφεκισμοί πλησίον εκεί, και φωναί συγχρόνως άγριαι, και πάλιν τουφεκισμοί πυκνότεροι και κραυγαί, — ταυτοχρόνως δε, αλλ' εξ αποστάσεως μεγαλειτέρας, άλλαι φωναί και άλλοι τουφεκισμοί. — Πόλεμος, πόλεμος, ανέκραξεν ο Μίρτος, και ταχύνας το βήμα έτρεξε προ εμού. Τον ηκολούθησα τρέχων κ' εγώ.

Από της περιπαθούς ψυχής της, ουδέν αι λευκαί οπτασίαι και αι αγγελικαί φωναί ηδυνήθησαν να εξώσωσι την αγωνίαν την οποίαν ησθάνετο εις την επίμονον σκέψιν, «Ήραν τον Κύριόν μου εκ του μνημείου, και ουκ οίδα πού έθηκαν Αυτόν». Μεθ' όλης της ψυχής της απερροφημένης εις την σκέψιν ταύτην, εστράφη, και ιδού, ο Ιησούς Αυτός ίστατο παρ' αυτήν. Ήτο ο Ιησούς, αλλ' όχι όπως τον είχε γνωρίσει.

Εις το σημείον τούτο αι πληροφορίαι του κ. Μαγιάρ διεκόπησαν αιφνιδίως από μίαν νέαν σειράν υλακών, ομοίων προς εκείνας, αι οποίαι προ ολίγου ήδη μας ετάραξαν. Αλλ' αι φωναί εφαίνοντο πλησιάζουσαι ταχύτατα. — Θεέ μου, εφώναξα, οι τρελλοί θα έφυγαν βεβαίως . . . — Φοβούμαι πολύ ότι δεν ευρίσκεσθε εις την αλήθειαν, είπεν ο κ. Μαγιάρ καταστάς υπερβολικά ωχρός.

Μόλις ετελείωσε την φράσιν του, φωναί διαπεραστικαί και ύβρεις ηκούσθησαν κάτω από τα παράθυρα και ταυτοχρόνως εγένετο πασιφανές, ότι έξωθεν πολλά πρόσωπα απεπειρώντο να εισβάλλουν εις την αίθουσαν. Έσειον την θύραν κρούοντα αυτήν με μεγάλο σφυρί και τα παραθυρόφυλλα ετραβούντο προς τα έξω με καταπληκτικήν δύναμιν. Επηκολούθησε σκηνή τρομεράς συγχύσεως. Ο κ.

Δευτέραν ήδη φοράν, καθ' όν χρόνον όλοι οι συλλογισμοί του ήσαν συγκεντρωμένοι περί την Λίγειαν, αντήχουν αι φοβεραί αύται φωναί των λεόντων, ως οιωνός συμφοράς. Ο Βινίκιος ώρμησεν εις το εσωτερικόν της οικίας. Το μικρόν άτριον ήτο έρημον.

Συγχρόνως από της άλλης άκρας της οδού ηκούσθησαν φωναί γυναικείοι, αραί, ύβρεις και βλασφημίαι. — Να χαθής, κλέφτρα! Να χαθής! έκραζε νέα τις γυνή. — Μεγάλο άδικο, και ο Θεός να σε κρίνη. Μαύρη φωτιά να σε κάψη και κακή ανάγκη να σε θερίση, απήντα γραία τις. Χαΐρι και προκοπή να μην ιδής, και σαν φείδι κολοβό να σέρνεσαι χάμου.

Άνωθεν από τινος ανοικτού φεγγίτου κατήρχετο εις το βαθύ εκείνο υπόγειον η λάμψις φανού τινος, ως ακτινοβολία άστρου χρυσού εκ των αιθέρων, και συνάμα βοή συγκεχυμένη και αλαλαγμός, θόρυβος κόσμου, πλημμυρούντος εκείνην την ώραν την εγγύς κεντρικήν της πόλεως αγοράν, ον διέκοπτον κατά διαλείμματα οξύταται ως βουνού άγριαι φωναί ποιμένων: — Αρνιακά για πούλημα! — Αρνιά για σφάξιμο!