Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Να, πανταχού σηκόνονται Ομού και των νικώντων, Και των νενικημένων Η φωναί, τρομερή Φρικτή αρμονία. Ω άγγελοι, οπού ετάχθητε Φύλακες των δικαίων, Της Σελλαιΐδος σώσατε Τα τέκνα και τον Μπότσαρην Διά την Ελλάδα. Έπαυσ' η μάχη ολότελα, Αναχωρεί και η νύκτα· Ιδού που τ' άστρα αχνίζουσι, Και οι καθαροί λευκαίνονται Αιθέριοι κάμποι.

Όσοι με ακούσωσιν, ας επαναλάβωσι τους λόγους μου προς τους γείτονάς των και όλοι ας φερθώσιν ως άνθρωποι, όχι ως θηρία εις την κονίστραν. — Μάλιστα! Μάλιστα! απήντησαν αι φωναί. — Ακούσατε! Η πόλις θα ανακτισθή. Οι κήποι του Λουκούλλου, του Μαικήνα, του Καίσαρος και της Αγριππίνης θα σας ανοιχθώσιν.

Και είτα ο ιερεύς επήρε καιρόν, και ήρχισε να προσφέρη τω Θεώ θυσίαν αινέσεως. Αίφνης ηκούσθησαν φωναί έξωθεν του ναού. Εξήλθόν τινες των ανδρών να ίδωσι τι τρέχει. Εξήλθε κ' η θειά το Μαλαμώ, κι' ο κυρ-Αλεξανδρής έμεινε με τα γυαλιά εις τα όμματα, βλέπων προς την θύραν αριστερά του, και διέκοψε την ψαλμωδίαν του. Ο παπάς έρριψεν αυστηρόν βλέμμα προς τον ψάλτην και τον εκάρφωσεν εις την θέσιν του.

Μετ' ολίγον έφθασεν η μάγισσα και έτρεξε πρώτον εις τον άνδρα της τον νέον βασιλέα των Μελανών Νησίων, και άρχισε να τον δέρνη, κατά την συνήθειάν της τόσον σκληρά, ώστε αι θλιβεραί φωναί οπού έβγαζεν ο δυστυχής εκινούσαν εις έλεος και τα άψυχα κτίσματα, και την καλούσε να κάμη έλεος εις αυτόν και αυτή του έλεγε· συ δεν έλαβες ευσπλαγχνίαν διά τον ιδικόν μου αγαπητικόν, ούτε εγώ δεν θέλω ποτέ λάβει συμπάθειαν διά σε . . .

Δύο φωναί ανδρικαί, η μία βραχνή, επίρρινος και οργίλη, η άλλη μελιχρά και καταπραϋντική, ηκούοντο συνεχώς εναλλάσσουσαι· αλλ' αμφοτέρων εδέσποζεν οξεία και διάτορος φωνή, φωνή γυναικός νευροπαθούς, διαμαρτυρομένη με γοεράς και απειλητικάς κραυγάς, ας ακούοντες ευλόγως υπέθετον ότι μεγάλη συμφορά είχεν ενσκήψει. Αι φωναί ήρχοντο προφανώς από την οικίαν του Σπληνογιάννη.

Παπού! ε, παπού! εφώναξεν ο Νάσος, θίγων αυτόν διά του ποδός. — Τι 'νε; — Ασήκου να ιδούμε την Ανάστασι. . . Ότε εξήλθον της καλύβας ηκούοντο καθ' όλην την κοιλάδα και τας πέριξ ράχεις φωναί συγκεχυμέναι. Οι βλάχοι όλοι της περιφερείας εκείνης ήσαν επί ποδός, στολισμένοι, με τα κηριά εις χείρας, αναμένοντες την Ανάστασιν.

Καθόσον όμως επλησίαζεν, ηδύναντο ν' ακουσθώσιν και αι φωναί. Διότι το ανατραπέν σκαφίδιον, ωθούμενον υπό των κυμάτων, είχε μετατοπισθή πολλάς δεκάδας οργυιών προς τα νοτιοδυτικά, και ο γέρων ναυαγός συνέβαλε και αυτός εις τούτο διά των χειρών και των ποδών. Τέλος το τρεχαντήριον προσήγγισε και απέλυσε την λέμβον. Ο μπάρμπα-Διόμας ήκουσε κώπας πλαταγούσας πλησίον του, αλλά μόνον ήκουσεν.

Πόσαι και ποίαι φωναί, και πόσος πάταγος, και πόσα συρίγματα, και πόσος κονιορτός! — Και κονιορτός; — Και κονιορτός, αγαπητή μου, μ' όλην την προ τριών ημερών βροχήν, ήτις είχεν απελπίσει τους Αθηναίους, βλέποντας πνιγομένην σχεδόν εντός του πηλού την από των Κρονίων προσδοκωμένην διασκέδασίν των.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν