United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείταις μάνδραις έκλαιαν, και αυτών έρριξε η Κίρκη να φάγουν πρινοβάλανα, ακράνια, βαλανίδια, εκείνα, οπ' όλα είναι τροφή των χαμοκοίτων χοίρων. κ' έγυρ' ευθύς ο Ευρύλοχοςτο μελανό καράβι, να ειπή την μαύρη συμφορά, 'που τους συντρόφους ηύρε. 245 και ο πόνος ως τον έπνιγε, να βγάλη από τα χείλη λόγο δεν εκατόρθονε• τα μάτια του εγεμίζαν δάκρυα, και μόνον κλάμματα είχε η ψυχή του εμπρός της. αλλ' ότε όλοι ερωτήσαμεν εκείνον με απορία, τοτ' εδιηγήθη την φθορά των θλιβερών συντρόφων• 250 «'ς τα δάση, ως είπες, πήγαμε, λαμπρότατε Οδυσσέα, κ' ηύραμε μέγαρα λαμπρά και μαρμαροκτισμένα, εις τόπον ολοφάνερο, 'ς της λαγκαδιάς την μέση. κάποια κει μέσα, υφαίνοντας μέγα πανί, τραγούδα, είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• κ' εκείνοι την φωνάξαν, 255 και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι. απάτην εδοκήθηκα κ' έμεινα οπίσω μόνος. κ' εκείνοι ανεμοκάηκαν όλοι μαζή και ουδ' ένας εφάνη πλειά, κ' έμεινα εγώ πολληώρα καρτερώντας». 260

Η μουσική, χαρούμενη και αισθησιακή, καλούσε στο χορό, μερικές φορές όμως άλλαζε στο παράπονο, σαν να την κούραζε η χαρά, σαν να ανακαλούσε με νοσταλγία την απόλαυση που περνά και να θρηνούσε για τη ματαιότητα όλων των πραγμάτων. Τότε και τα μελαγχολικά μάτια των φοράδων ακόμη έμοιαζε να τα πλημμυρίζει μια νοσταλγική γλυκύτητα.

Αυτοί όμως που βρίσκονταν δώθε από το τοιχάκι δεν τον άφηναν ήσυχο να ατενίζει μια τέτοια ομορφιά. Εκείνος δεν έστρεφε πλέον το πρόσωπο προς αυτούς∙ μόνο μια μέρα ένα χέρι που ακούμπησε στον ώμο του και μια φωνή που τον καλούσε σιγά σιγά στο αυτί τον έκαναν να τιναχτεί. «Έφις! ΈφιςΤο πρόσωπο του Τζατσίντο, τα γλυκά του μάτια, υγρά από συμπόνια ήταν καρφωμένα επάνω του.

Τον κοίταξε τρομαγμένη, έπειτα κοίταξε την αδελφή της και έτρεξε κοντά της. «Ρουθ, Ρουθ;», την φώναξε χαμηλόφωνα, σκυμμένη επάνω της και σφίγγοντάς της τα μπράτσα. Το κεφάλι της ντόνας Ρούθ έγειρε πρώτα από τη μια μεριά, ύστερα από την άλλη, έπειτα όλο το σώμα της φάνηκε να προβάλλει προς τα εμπρός και να σκύβει για ν’ ακούσει τη φωνή της γης, που την καλούσε κοντά της.

Στη διπλανή καλύβα οι συγγένισσές της, μαζί με τις οποίες είχε έρθει στο πανηγύρι, δειπνούσαν καθισμένες καταγής γύρω από ένα δισάκι απλωμένο αντί για τραπεζομάντιλο και ενώ μια από αυτές νανούριζε ένα μωρό που αποκοιμιόταν κουνώντας τα χεράκια του, η άλλη καλούσε το κορίτσι. «Γκριζέντα, καλή μου, έλα, πάρε τουλάχιστον ένα κομμάτι τηγανίτα!