United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα μεγάλα σπίτια, απάνω από το γιαλό, με τα σκοτεινά παράθυρα, έρημα από χρόνια, του φάνηκαν του ξένου πως του βάραιναν στο στήθος απάνω σα βουνά. — Δυστυχισμένο νησί, είπε κουνώντας το κεφάλι του. Ρήμαξε και πάει! Ο Μπαρμπα-Νικόλας σήκωσε τα μάτια του, κόκκινα φωτιά. — Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια! είπε. Η φωνή του έτρεμε.

Λέει με στίχους τον τρόπο και τον καιρό που έπρεπε να σπέρνουν και να θερίζουν οι παλιοί μας. — Έσπερναν λοιπόν κ' εκείνοι; ρώτησε ο νέος με παιδιάτικη αφέλεια. Η κόρη τον κύτταξε κατάματα για να μάθη αν της μιλούσε σοβαρά. — Έχεις δίκιο· είπε σε λίγο κουνώντας το κεφάλι της· θα μαίνουμαι μάλιστα πώς δε ρωτάς κι αν έτρωγαν ακόμη.

Και τώρα που μεγάλωσεωχ θεούλη μου! — δεν έχει ταίρι στον κόσμοδεν έχει! ... Και να συλλογιέται κανείς πως θα μείνη απροστάτευτη! έρμη κι απροστάτευτη! πρόσθεσε κουνώντας με θλίψη το κεφάλι του. — Σώπα, καϋμένε γέρο· σώπα και δεν ήρθε ακόμα η ώρα μας. — Δεν ήρθε; τι λες μωρή γριά! πλάκωσε δε λες. Να, έτσι μας φέρνει γυροβολιά, σαν τον ψαρά με την απόχη του.

Δεν το καταλαβαίνεις; «Τι σούκανε πάλε ο Τρακοσάρηςμου λένε κάμποσοι. «Πάλε τα βάσανά σου λεςμου λένε άλλοι. Βρε εμένα τι μούκανε; Εμένα τα βάσανά μου; Τι είμαι εγώ; Τίποτα! Σήμερα είμαι και αύριο δεν είμαι. Μα δεν είν' έτσι. Κατακαϋμένη πατρίδα, με τα καράβια τα αμέτρητα πώς κατάντησες! Κ' έπιασε τα γένεια του, κουνώντας λυπητερά το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, φωτιά.

Τότε γύριζε στο σπιτοκάλυβό της γελαστή και χαρωπή, σαν πάντα, με την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, κουνώντας το κεφάλι της και λέγοντας: — Ποιος ξέρ' το μοναχό μ', πού να νυχτώθηκε! Δεν το άφηκε η κούραση του δρόμου να φτάσ' απόψε! Κι' αύριο μέρα του Θεού ξημερόν'! Αύριο έρχεται...... Αυτή η δουλειά εξακολούθησε χρόνια και χρόνια.

Κι' αν θέλη ο παπάς να φάη γάλα τη Μεγάλη Δευτέρα και το τι κάνει η γυναίκα του ενός και ταλλουνού, να μη σκοτίζεσαι. Κύτταζε τη δουλειά σου! — Εγώ ν' ανακατευθώ πια; Κομμάτια να γίνουν όλοι τους! είπε κουνώντας το κεφάλι του. Το καταλαβαίνω και μόνος μου: Η αλήθεια είνε πικρή. Απ' το Θεό να τώβρουν. «Ουαί τω δι' ου το σκάνδαλον έρχεται». Πέρασα ένα μήνα στο μοναστήρι.

Ο Δημητράκης τον κύτταξε με απελπισία. — Λόγια σοφά και καλοβαλμένα, το ξέρω· είπε κουνώντας το κεφάλι· μα δε μας ωφελούν τίποτα. — Με τούτα έγιναν μεγάλοι εκείνοι. — Εγώ πιστεύω το αντίθετο· ήταν μεγάλοι και γι' αυτό είπαν τέτοια λόγια. — Όχι δα, όχι δα! τον έκοψε ο Περαχώρας. — Δεν είν' έτσι, κύριε καθηγητά; είπε ο Δημητράκης γυρίζοντας σ' εκείνον· παράδοξο! να μην το βλέπετε και σεις!

Εκείνος δεν είπε τίποτα και κουνώντας θλιβερά το κεφάλι εκατέβηκε στην κάμαρή του. — Πάει ν' ανάψη κι' άλλο κερί· εψιθύρισεν ο Μπαρμπατρίμης. Οι μετάνοιες και τα κεριά δεν έπαψαν αφόντας φύγαμε από τη Μύκονο. Μα δεν ήταν τόρα η πρώτη κακοσημαδιά που έτυχε του καπετάν Κρεμύδα. Πριν ακόμη ξεκινήση από το σπίτι όλα τα σημάδια του ήρθαν ανάποδα.

Δε σ' αρώτησα ποτές, αλήθεια! είπε ο Καπετάν Γιάννης, πώς του πρωτοφάνηκε μαθές αυτό το βάσανο; Συγγενάδι σου είνε και στη δούλεψη σου τον είχες. Πώς του κατέβηκε μαθές ετούτη η πετριά; — Βλαστήμα τα! Τι να τα λέμε; είπε κουνώντας το κεφάλι του ο Μιχαληός. Πώς να το πω κ' εγώ δεν ξέρω. Σα με ρωτάς, εμένα δε μου βγαίνει απ' το κεφάλι πως το μεράκι του τον έφαγε. Η αγάπη να πούμε.

Και αυτόν θέλεις να σεβαστώΑλλά μόλις άκουσε τις φωνές ο Έφις βγήκε έξω και άρχισε να προχωράει χτυπώντας τα πόδια στο ρυθμό και κουνώντας τα χέρια σαν πραγματικός χορευτής. Τραγουδούσε συνοδεύοντας το χορό: Στη γιορτή πήγα….. στη γιορτή….