United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Α, ο αδερφός σου! είπε η κόρη κουνώντας το κεφάλι με συγκατάβαση. Εκείνος πήρε τα βιβλία τους μοναχά. Μα εμείς κληρονομήσαμε την ψυχή τους. — Εγώ θαν τα πάρω και τα δυο· είπε ο Δημητράκης με αυτοπεποίθηση· ναι; — Δεν ξέρω... δεν ξέρω... Πώς να το ειπώ το ναι. Δεν ξέρω· ψιθύρισε μακραίνοντας από κοντά του. — Δεν ξέρεις; την ρώτησε κείνος ρίχνοντας τα χέρια του παράλυτα. Ποιος το ξέρει λοιπόν;

Τράβα να πάμε προς εκεί: αν είνε Τούρκ' ή φίλοι Θα τους ιδούμε από μακρά. — Γυρνάει το καΐκι Κι' αυτός το σπρώχνει προς εκεί. Μεριάζει από τα φύκη, Κ' έρχεταιτην ακρογιαλιά, και τα κουπιά μαζώνει. Βλέπουν εκείθετο γιαλό άνθρωπο να σιμώνη, Και τ' άσπρο το μαντύλι του κουνώντας τους φωνάζει: — Παιδιά! Αν είστε χριστιανοί, ελάτε· μη σας σκιάζει Η παρουσία μου εδώ.

Μέσ' 'ς τα κλαριά του ανάμεσα ασπρούδιζε η μορφή του, Είχε καμπάνα 'ς τ' ώμορφο 'ψηλό καμπαναριό του, Κάθε διαβάτης έκαμνε περνώντας το σταυρό του· Νυχτόημερα το φώτιζαν τότες χρυσά καντήλια, Ασημωμέναις έλαμπαν η 'λίγαις του εικόνες, Και γέροντας καλόγηρος ανάδευετα χείλια Πότε τροπάρια και ψαλμούς, πότε γλυκούς κανόνες, Και πότε τ' αργυρόχρυσο κουνώντας θυμιατό του Μ' ευλάβεια του θυμιάτιζε το θόλο τον κυρτό του.

Είπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, κουνώντας το κεφάλι του, στον καφενέ, και δείχνοντας με το χέρι του κάτω στο γιαλό. Οι άλλοι σήκωσαν τα μάτια να ιδούν. Σκυφτός, με τη χοντρή του μαγκούρα περασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι από το άλλο, με το μακρύ σταχτερό σάλι ριγμένο στον ώμο, περνούσε ο Γερο-Τρακοσάρης. Ένα σάψαλο εκεί, με το ένα πόδι στο λάκκο!

Και σαν τον είδε από ψηλά ο συγνεφιάστης Δίας 198 πως τ' άρματα τότε έβαζε του θεϊκού Αχιλέα, μες στην καρδιά του λάλησε κουνώντας το κεφάλι 200 «Α δόλιε, μηδέ καν σου πάει στο χάρο ο νους, που σ' έχει από κοντά, παρά άλιωτη αρματωσά μού βάζεις παλικαριού κοσμάκουστου που τόνε τρέμουν κι' άλλοι· που βλάμη τού θανάτωσες λεβέντη κι' αντριωμένο και την αρματωσά άπρεπα από κεφάλι κι' ώμους 205 του πήρες.

Εκείνη απάντησε κουνώντας το αδράχτι: μπορούσε να περιμένει, δεν βιαζόταν. Πιο πάνω, να η θεια-Ποτόι, με μια γαβάθα γάλα για τα παιδιά.

Προβάλλει στο μπαλκόνι χλωμή, μαυροντυμένη με μαύρα μαλλιά που λες και παίρνουν κάποιες γαλαζόχρυσες ανταύγειες από τον ουρανό. Κοιτάζει κάτω προς το κάστρο, έπειτα σηκώνει ξαφνικά τα βαριά βλέφαρα και τινάζεται ολόκληρη κουνώντας τα χέρια. Μοιάζει με χελιδόνα που ετοιμάζεται να πετάξει.

Και ταγρίμια του βουνού μεριάζανε ακόμα στο διάβα του και στις ερημικές τις στάνες ταγριόσκυλλα τονέ ζυγώνανε σκυφτά και ταπεινά, κουνώντας την ουρά τους. Ένα πρωί ο γέρος ο βασιλιάς έκραξε το παιδί του και το φίλησε στο κούτελο. Το κάθισε σιμά του σε χρυσό θρονί και του είπε: — Άκουσε, παιδί μου, αυτά που θα σου πω, και νάχης την ευχή μου. Σήμερα είναι μεγάλη μέρα.

Μπα! βλέπεις Τι γράφει στο γράμμα; θάρθη, λέει, στο γάμο και θα μας στεφανώση αν θέλουμε. .. — Αν θέλουμε! ακούς αν θέλουμε· είπε χαρούμενος ο Δημητράκης, παίρνοντας το γράμμα από τα χέρια της. Ο Αριστόδημος πηγαινορχόταν απ' άκρη σ' άκρη στην ταράτσα, κουνώντας το ραβδί και καπνίζοντας το πούρο του αφρόντιστα.

Ο γιατρός την παρηγόρησε, κουνώντας το κεφάλι του, έγραψε μια ρετσέτα γρήγορα-γρήγορα, την έδωσε στο φαρμακοποιό, φόρεσε το καπέλλο του και φυσώντας πάντα άγρια τα πλατειά ρουθούνια του, φώναξε, φεύγοντας: — Ε κουράγιο, γερόντισσα, ό, τι είν' απ' το θεό, θα γίνη. Παίρνεις αυτό το γιατρικό που θα σου δώσουν και να του δίνης μια κουταλιά την ώρα. Είνε πληρωμένο, δεν κάνει τίποτα.. .γειά σας...