Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Εκάθονταν εκεί κ' επαραμόνευαν νυχτόημερα τα πέλαγα. Και μόλις έβλεπαν κακότυχο πλεούμενο ν' αρμενίζη κοντά τους, όλοι μέσα στην τράτα και απάνω του. Ποιος ημπορούσε να γλυτώση; Ποιος ετολμούσε ν' αντισταθή; Εκούρσευαν το πράγμα, έτρωγαν τους ανθρώπους, εβύθιζαν τα πλεούμενα. Λάμιες της θαλάσσης κακόγνωμες.

Η αστασία φαίνεται που έχουμε καθημερινά γύρω μας· τα κύματα, ο ουρανός, η γη, τα αποδοσίδια της, οι άνθρωποι, ίδια η ζωή μας, αιώνια μεταβατική και αλλοπρόσαλλη κουράζουν την ψυχή. Αναγκαστικό ισοζύγισμα θέλει να φέρη η φύσις την σταθερότητα. Θέλει ο νους κάποιο μέρος για να κολλήση νυχτόημερα, αφού το σώμα νυχτόημερα τρέχει και δέρνεται. Και βρίσκει μόνος του την γυναίκα, την παντρειά.

Όσο να ειπής «Κύρι' ελέησον» πάλι «Παναγία βόηθαΤα λόγια του πατέρα μου νυχτόημερα στ' αυτιά μου. Μα τι τ' όφελος; Βάρε του μαχαιριού γροθιά· χτύπα το κεφάλι σου στο κατάρτι· το κατάρτι δεν σπάει. Αν είχα κ' εγώ ένα κλήμα στη στεριά πέτρα μαύρη θα έρριχνα. Μα πού το κλήμα; Απόφασι το επήρα. Ή το κύμα θα με φάγη ή θα με δώση πετσί και κόκκαλο άχρηστον στον κόσμο. Καλά λοιπόν· ζωή χαρισάμενη!

Ο ναύκληρος τα έβλεπε, κ' εστενοχωριόταν που δεν είχε κανένα για να μιλήση. Άρχισε να βλαστημάη τους διαβόλους που δεν τον άφησαν στην Κόλαση να γλωσσοκοπανάη νυχτόημερα, παρά τον έστειλαν, εδώ που δεν τον εχαιρετούσε κανείς. Τέλος δεν εκρατήθηκε. Πλησιάζει ένα γηραλέον άγιο και του λέγει με σέβας: — Δε μου λες, πάτερ Αγιαντώνη, ποιος είν' εκείνος που κάθεται κοντά στο Χριστό;

Νυχτόημερα παρακαλώ Αγίους και Παναγία, Τάζω ασημένια τάματα, και δεν μ' ακούν κ' εκείνοι. Αν μου το έφερνες εσύ, σ' εχρύσωνα φλογέρα!.. Ξάφνου η φλογέρα εσώπασε και σβυέται το τραγούδι. Τα φουντωτά κοντόκλαδα μεριάζουνε μπροστά του, Καιτο γοργό αναμέριασμα κάποιο κορμί προβάλλει.

Αμ' εσύ με ποιόν έχεις κάμη, ωρέ, ως τώρατον πόλεμο; — Εγώ, στρατηγέ μ'; Πολέμησα 'σ 'την Άρτα νυχτόημερα με τον Καραϊσκάκη, πολέμησατο Νιοχώρι, 'σ το Κομπότι, πολέμησα . . . — Καλά, φεύγα! λέει καιαυτόν ο Ίσκος. Ύστερα γυρίζει κατά το Ράγκο·Γράφε, Ράγκο! του λέει πάλι. Φωνάζει άλλον στρατιώτη. Αρχίζει κ' εκείνος τα δικά του·Πολέμησατου Κοράκου το γιοφύρι, πολέμησα . . .

Ο Γκεσούλης, αφού έσωσε την περιουσία των ορφανών, μην αφίνοντας τον φονιά να πάρη τη σακκούλα του σκοτωμένου, κι' αφού παράδωκε και τον φονιά, κι' έκαμε τέλεια το χρέος του, ψόφησε απάνω σε σαράντα μέρες! Είπαν ότι ψόφησε από τη λύπη του! Χαροπάλευε η δόλια η μάννα, η πρωτονοικοκυρά του σπιτιού. Είταν τρία νυχτόημερα του θανατά.

Μέσ' 'ς τα κλαριά του ανάμεσα ασπρούδιζε η μορφή του, Είχε καμπάνα 'ς τ' ώμορφο 'ψηλό καμπαναριό του, Κάθε διαβάτης έκαμνε περνώντας το σταυρό του· Νυχτόημερα το φώτιζαν τότες χρυσά καντήλια, Ασημωμέναις έλαμπαν η 'λίγαις του εικόνες, Και γέροντας καλόγηρος ανάδευετα χείλια Πότε τροπάρια και ψαλμούς, πότε γλυκούς κανόνες, Και πότε τ' αργυρόχρυσο κουνώντας θυμιατό του Μ' ευλάβεια του θυμιάτιζε το θόλο τον κυρτό του.

Κ' η τροξαλίδα κρυμμένη κάπου, λαλεί το τραγούδι της νυχτόημερα, το μονότονο τραγούδι της, τριτριτριτρι, στο χαλασμό και το θάνατο χαιράμενη: — Φάτεφάτε το ρημάδι, κουτοπόνηροι· σαν αύριο χαθή πού θα πάτε να ζήστε· πού θα πάτε; — Σ' άλλο ρημάδι! σ'άλλο ρημάδι!... Ίδια στο απέραντο χτήμα, ίδια στο πλατύχωρο παλάτι του ο Χαγάνος.

Είν' αλήθια, πως κάποτε, πριν παντρευτή ο Αζώηρος, έβλεπε την καλοπέραση και τα λαμπρά σπίτια των μεγαλουσιάνων κι αναστέναζε νυχτόημερα, κ' ένας μοναχά πόθος, μια σκάση, κατάτρωγε κρυφά τα σωθικά και τη νιότη του, πώς να βρη τρόπο κι αυτός ν' αρχοντέψη, ν' αποχτήση κι αυτός καλοπέραση, και να χτίση ψηλά σπίτια. Τότες δεν ήτον καφετζής ο Ζώης.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν