United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις το έν τούτων εσώζετο ακόμη το τελευταίον κλήμα ανώρειον περιπλέκον και σμίγον τα φύλλα του εις όλους τους κλάδους και τους ακρέμονας και κρεμών τους προ πολλού δεμένους βότρυς του ανάμεσα στους κλώνας κ' εις το κενόν.

Τα είδες εσύ ποτέ σου αυτά, παπά-Νικόλα μου; Εγώ τα είδα. Μάλιστα. Εκεί είνε λοιπόν και ο Αράπης θαμμένος, και του ανάπτουν και καντήλι οι Τούρκοι και τον έχουν τον τάφον του με κάγκελλα συγυρισμένον και ένα εύμορφον κλήμα τον σκεπάζει με τα πλατειά τα φύλλα του.

Όλον το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας, ήτον εδικόν μου. Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν.

Τα λόγια σου είνε για μένα όπως στους προγόνους μας της Πυθίας τα λόγια. Λέγε μου να ζήσης. — Το σπίτι μου τώρα είνε περιττό· και το σπίτι και το κλήμα του. Έμειν' έρμο εκεί πάνου και θα χαλάση με τον καιρό. Δεν το δέχεται τάχα ο Κουρδουκέφαλος και να ξόφληση το χρέος; — Τι λες, Ελπίδα! φώναξε ο νέος σφαλώντας ανάλαφρα με τα δάχτυλα του τα χείλη της. Όχι τέτοια θυσία· δεν τη δέχουμαι.

Αν είσ' εσύ ο Κωσταντής, αν είσ' εσύ ο καλός μου, Πε μου σημάδια του σπιτιού κι' απέ να σε πιστέψω. — Έχομε σπίτι τρίπατο και κλήμα στην αυλή μας, Κάνει σταφύλια ροζακιά με ρόγες σαν καρύδια. — Κάποτ' απ' έξω πέρασες και τα είδες σα διαβάτης· Πε μου σημάδια του κορμιού κι' απέ να σε πιστέψω. — Έχεις ελιά στα στήθια σου και στη δεξιά σου πλάτη.. — Εσ' είσαι ο Κωσταντάκης μου, εσ' είσαι κι ο καλός μου!

Είχαν ενθυμηθή παλαιάς ιστορίας, διηγούντο προς αλλήλους τα παθήματά των, τα οποία δεν είχον τελειωμόν. Ο Παρρήσης μάλιστα εξαρθείς από της πεζότητος ετραγούδει κατά προτίμησιν «μερακλίδικα» τραγούδια, οίον τον στίχον: Σαν κλήμα με κλαδεύουνε και κλαδεμούς δεν έχω.

Τα φύλλα πέφτανε αργά έναένα κ' έστρωναν το χώμα με κόκκινο ταπί· οι περικοκλάδες που σκάλωναν στους τοίχους ανατρίχιαζαν από τη γύμνια. Το κλήμα που γενιάστηκε από το σπίτι της Ελπίδας ο Δημητράκης σκέπαζε πέραπέρα την αυλή. Ήταν άφυλλο από τον καιρό· μα τα κλαριά του θρασομανούσαν ψηλά και χαμηλά, λες κι ανυπομονούσαν ν' αγκαλιάσουν το άπειρο.

Ο ήλιος δεν είχεν ανατείλει διά να φωτίση ακόμη την φαλακράν ακτήν, το Κουρούπι, και να στείλη χρυσάς ακτίνας εις την απότομον κλιτύν του Στοιβωτού. Η Φραγκογιαννού τους είδεν, ετρόμαξεν, επήρε το καλάθι της, και ασθμαίνουσα, ξεκλωσσασμένη, έτρεξε τον ανήφορον, επάνω εις τον βράχον τον άβατον, εις το Κλήμα, προς το δυτικόν μέρος.

Μαθαίνουν στο κρασί τα λόγια και τους σκοπούς που θα βάλη αργάγλήγορα στο χείλη των γλεντζέδων. Εκεί ψηλά που την ξόρισε η απονιά του Χαγάνου κ' η περιφρόνηση του Ευμορφόπουλου, τίποτ' άλλο δε φυτρώνει από το κλήμα. Φύτρωσε απομοναχό του κ' η Ελπίδα με τους Μαλαματένιους το καλλιέργησαν. Ένα κλήμα ήταν και τώρα δασοφύτρωσε. Κάνει σταφύλι ραζακί και το κρασί μοσκάτο.

Εκάθισε, δίπλα εις του Πουλιού τη Βρύσι, διά να ξαποστάση και πάρη τον ανασασμόν της. Σχεδόν είχε βεβαιωθή πλέον ότι οι δύο «νομάτοι» δεν είχαν κατορθώσει να διαβώσι το Μονοπάτι στο Κλήμα. Αλλά δεν ησθάνετο ασφάλειαν η δύστηνος, καθημένη εκεί. Όθεν, μετ' ολίγα λεπτά εσηκώθη, επήρε το καλάθι της, κ' έτρεξε τον κατήφορον. Τώρα πλέον επήγαινεν αποφασιστικώς εις τον Άι-Σώστην, εις το Ερημητήριον.