United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΣΤΑΥΡΟΣ Πάντα είναι σκληρός, όπως και τότε; ΑΝΝΟΥΛΑ Αχ! η ματιά του. θεέ μου, σε κάνει αυτή μονάχα ταπεινό, σε κάνει δούλο, σε κάνει τιποτένιο. ΓΙΑΓΙΑ Πες μου λοιπόν, παιδί μου, τόσον καιρό μονάχο, έρημο στα ξένα πώς τα πέρασες. Σε ποιο μέρος πήγες άμα έφυγες από δω; τι έκανες εκεί; ΣΤΑΥΡΟΣ Πώς τα πέρασα; Δε με κοιτάζετε.

Αν είσ' εσύ ο Κωσταντής, αν είσ' εσύ ο καλός μου, Πε μου σημάδια του σπιτιού κι' απέ να σε πιστέψω. — Έχομε σπίτι τρίπατο και κλήμα στην αυλή μας, Κάνει σταφύλια ροζακιά με ρόγες σαν καρύδια. — Κάποτ' απ' έξω πέρασες και τα είδες σα διαβάτης· Πε μου σημάδια του κορμιού κι' απέ να σε πιστέψω. — Έχεις ελιά στα στήθια σου και στη δεξιά σου πλάτη.. — Εσ' είσαι ο Κωσταντάκης μου, εσ' είσαι κι ο καλός μου!

Μα τώρα μίλια πέρασες πάσα αρχηγό στην τόλμη, 125 που το δικό μου αντίκρυσες μακρόδρομο κοντάρι. Μα στην οργή μου αδιαφορούν παιδιά δυστυχισμένων... Αν όμως είσαι τ' ουρανού θεός κατεβασμένος, εγώ μ' αθάνατους θεούς δεν πάω να πολεμήσω.

Τώρα πλέον θα πάμε 'στό σπήτι μας, Αϊμά.. .. χμ..· θα ζήσωμεν ήσυχα από 'δώ κ' εμπρός. Κανένας δεν θα μας πειράξη. Πέρασες καλά αυταίς ταις ημέραις; Η Αϊμά δεν απήντησε. — Ο Βούγκος και ο Μάχτος, επανέλαβεν ο Πρωτόγυφτος, είνε καλά, έμαθα, τα δύο μας παιδιά. Να δουλεύουν τάχα το αργαστήρι, ή μη το παράτησαν; Εκείνη η στρίγλα η μάννα τους τα φταίγει όλα.

Με αναγκάζεις να σε βρίζω. Αλλ' άρχισε από τον Εύφορβον και πε μου πώς έγινες Πυθαγόρας και έπειτα τα άλλα μέχρι του Πετεινού• διότι θα έχης ιδή και πάθη πολλά εις τις τόσες διαφορετικές ζωές που πέρασες. ΠΕΤ. Θα εχρειάζετο πολλή ώρα να σου διηγηθώ πώς εις την αρχήν η ψυχή μου εστάλη από τον Απόλλωνα και εισήλθεν εις σώμα ανθρώπου διά να τιμωρηθή.

Όπως γρήγορος πέρασες αέρας με τη θερμή σου ασπέδιστην ορμή, σα φέγγος στο αχνοχάραμα της μέρας τις καταχνιές που κυνηγά και σβει· αν τις έσβησες δε μας πολυμέλει, φτάνει συχνά το ότι καθένας θέλει. Και συ θέλησες όσα άλλον κανένα δε φλόγισαν ολόγυρα από σε. Μα ποιος έχει όσα θέλησε φτασμένα, ποιος έπιασε όσα ζήτησε ποτέ; Και τα φτερά, όσο πιο ψηλά τραβούνε, μη σκληρότερα οι Μοίρες δεν τα σπούνε;

ΜΙΣΤΡΑΣΤότες είναι τα δάκρυα, οι αναστεναγμοί, τα βάσανα. Κι' απ' αυτά πέρασες, καψερά. Δεν τώχεις παράπονο, πάει να πη. ΦΛΕΡΗΣΟύτε αυτά δεν είναι ο Έρωτας. Ούτε. Ξέρεις τι είναι αυτά; ΜΙΣΤΡΑΣΤι; ΦΛΕΡΗΣΘυμάσαι δυο παλιές στάμπες, πούχαμε στο σπίτι του πατέρα μου; ΜΙΣΤΡΑΣΤι θες να πης; ΦΛΕΡΗΣΔυο παλιές στάμπες.

Και στο γύρισμά σου πέρασες από της Βασιλικής; ρωτάει η γριά. — Και πήγα και θα ξαναπάγω. Μισά ψέματα μισές αλήθειες, να γλυτώση μια ώρ' αρχήτερα απ' αναφέλευτες ομιλίες. Τι τον έμελε νάλεγε και ψέματα. Τη ζωή του όλη ψεύτικη τηνε θάρρειε.

Τέτοιες γαλήνιες στη ζωή στιγμές κι εσέ αν σου μένουν χάρου τις ως χαιρόμαστε γοργό όνειρο, ψυχή, και σα να μη σε γγίζουν καν οι άλλες ας διαβαίνουν ως στον ολόγλαυκο ουρανό του ανέμου η ταραχή. Μες στα όνειρά μου πέρασες ένα και συ όνειρο μου· ήταν η λάμψη μιας στιγμής, μια λάμψη όπως και συ, και μου είναι ως να σε απάντησα στο γύρισμα ενός δρόμου, ενώ μια δύση χύνονταν στον ουρανό χρυσή.

Ραψωδία Π Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν, κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων. και οι σκύλοιτον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας 5 τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν, και άκουσε και ποδόκτυπο• κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου• «Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι, αλλά του σείουν την ουρά• και πόδι ανθρώπου ακούω». 10 Κ' εφάν' ιδούτα πρόθυρα ο ποθητός υιός του• 'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε. και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, 15 κ' έχυσε δάκρυα θερμά• και όπως καλός πατέρας τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα, μόνος, υστερογέννητος• έτσι ο βοσκός ο θείος έκλεισεταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον 20 τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει, και κλαίοντας του ωμίλησε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο. αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, 25 θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη• τιτον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις, αλλάτην πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων».