United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άφτε τώρα τα χωρατά, γιατί μας έπιασε μεγάλος φόβος, καϋμένε . . . . Μην τώχεις μικρό πράμμα . . . . Ποιος ξέρει αν έπαθε και τίποτα. . . . Μου κάνεις τη χάρι, Παγώνα μου, να πάμε μαζί ως απάνου, στην Παναϊά, να ιδούμε, μην είνε πουθενά; — Πάμε, τι θα χάσουμε; είπε πρόθυμος ο νέος.

Κέφι που τώχεις, ευλογημένε! έλεγεν η κυρά Μαριώ, νανουρίζουσα ηρέμα το βρέφος της, — διότι είχε και βρέφος η ευλογημένη. — Κέφι που τώχεις! Δεν πέφτεις να πλαγιάσης, που είσαι κουρασμένος, μόνον κάθεσαι και. . . . Κτύπος δυνατός εις την εξώθυραν διέκοψε της Δημήτραινας την φράσιν και του Δημήτρη την μουσικήν. — Ποιος νάνε τέτοια ώρα! είπεν ούτος, αποθέτων το όργανον του και εγειρόμενος.

Και πού τώχεις αυτό το παιδί; Μήπως σούστειλε γράμμα καμμιά φορά; Μήπως έμαθες γι' αυτό το παιδί καμμιά φορά; Δεν συμμαζώνεις τα μυαλά σου λιγάκι; — Εσύ να μαζώξης τα λωριά σου, γιατί θα σου τα μαζώξω εγώ! Αυτά συνέβαιναν συχνότατα. «Μα πού παίρνει χαμπάρι πώς έρχονται καράβια», έλεγεν απορούσα η κόρη.

Η γραία εκοιμάτο, αλλά δεν άργησε να εξυπνήση, κ' ελθούσα ήνοιξε την θύραν, χωρίς, αυτήν την φοράν, να ερωτήση τις είναι, ίσως διότι ήτο μισοκοιμισμένη κ' ενήργει ως εν υπνοβασία μηχανικώς, ή είχε την εντύπωσιν ότι ουδείς άλλος ηδύνατο να είναι ειμή ο γαμβρός της. Η Φραγκογιαννού έσπευσε να εισέλθη. — Το κοφίνι μ' πλειό, ξέχασα απ' τη βία μου, εψές, είπε. Το είδες; Είναι πουθενά; Πού τώχεις;

ΜΙΣΤΡΑΣΤότες είναι τα δάκρυα, οι αναστεναγμοί, τα βάσανα. Κι' απ' αυτά πέρασες, καψερά. Δεν τώχεις παράπονο, πάει να πη. ΦΛΕΡΗΣΟύτε αυτά δεν είναι ο Έρωτας. Ούτε. Ξέρεις τι είναι αυτά; ΜΙΣΤΡΑΣΤι; ΦΛΕΡΗΣΘυμάσαι δυο παλιές στάμπες, πούχαμε στο σπίτι του πατέρα μου; ΜΙΣΤΡΑΣΤι θες να πης; ΦΛΕΡΗΣΔυο παλιές στάμπες.

Από στερηά και πέλαγο το ζώνουν ολονένα, Πώς ζώνουν τ' Άστρο σύγνεφα βαρηά και πυκνωμένα, Κι' από τα παλληκάρια του γερεύουν τα κλειδιά. Άστρο κ' εκείνο ήτανε τότες για την Πατρίδα, Για την Ελλάδα έλαμπε χρυσή εκείνο ελπίδα. Χρόνος ακέρηος πέρασε που τώχουνε κλεισμένο, Και τον γυρεύουν τα κλειδιά, το θέλουνε δεμένο. Όσο κι αν έχηςτη σπηληά κλεισμένο το λιοντάρι, Δεν τώχεις καιτα χέρια σου.

Στάθηκε για πολλή ώρα έτσι κ' έπειτ' άφησε να πέση το ραβδί από τα χέρια του και πήγε τρικλίζοντας να κάτση στην πολιθρόνα. Η Ελπίδα βρήκε τον καιρό κ' έκαμε σύντομα την πρόταση της. Εκείνος την άκουσε προσεχτικά κ' έπειτα έπεσε στο κάθισμά του ξερός από τα γέλοια. — Μωρέ κεφάλι που τώχεις! μωρέ κεφάλι πού τόχετε όλοι σας εδώ μέσα! είπε βροντώντας τα πόδια του στο πάτωμα.

Πονηρέ! κρουφό τώχεις, αι; Πότ' έγιν' η κολοκύθα, πότ' εμάκρυν' ο λαιμός τση! Μέπιασε μια ανησυχία, γιατί φοβόμουνα τι θα πήγαινε να πη στο Βαγγελιό ο Δρακογιώργης. Επειδή τον γνώριζα, ότ' ήθελε να κάνη αστεία, ίσως θα πήγαινε να πη στο Βαγγελιό πως δεν την αγαπούσα, για να κλέψη κιαπ' αυτήν το μυστικό. Και σκέφθηκα να της γράψω γράμμα· αλλ' αμέσως μετανόησα.