United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι άρχισ' ο Δάφνις δεύτερος το λιγερό τραγούδι. Απ' τη σπηληά διβαίνοντας μαζί με τα δαμάλια, μια σμιχτοφρύδα μ' είδε χθες κ' είπεν: ώμορφος πούνε! Κ' εγώ δεν αποκρίθηκα, λόγο πικρό δεν είπα, μα με τα μάτια χαμηλά τράβηξα στη δουλειά μου. Είνε γλυκό το μουγκρυτό κ' η ανάσα της γελάδας, γλυκό είνε και το πλάγιασμα στη ρεμματιά το θέρος.

ΚΡΕΟΥΣΑ Όπου στο βράχο κατοικεί τον εληοφυτεμένο. ΙΩΝ Σαν λόγια σκοτεινά μου λες, σαν μπερδεμένα λόγια. ΚΡΕΟΥΣΑ Ο Φοίβος, μέσα στη σπηληά όπου λαλούν ταηδόνια. . .. ΙΩΝ Γιατί το Φοίβο μελετάς; ΚΡΕΟΥΣΑ Μ' εμέ κρυφοκοιμήθη. ΙΩΝ Τι δόξα είν' αυτή που λες για μένα κ' ευτυχία! ΚΡΕΟΥΣΑ Κι' όταν εγύρισε ο καιρός στο δέκατο το μήνα εκεί εκρυφογέννησα εσέ, παιδί του Φοίβου.

Ιδού, του γέρου Φόρκυνα τούτ' είναι το λιμάνι• 345 τούτ' η μακρόφυλλ' είν' εληάτην άκρη του λιμιώνα• σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη• τόπος είν' άγιος των νυμφών, 'που λέγονται Ναϊάδες• τ' άντρον ιδού το θολωτόν, αυτ' όπου εσυνειθούσες πολλαίς να δίδης των νυμφών καλόδεκταις θυσίαις• τ' όρος, ιδού, το Νήριτον, όλο ενδυμένο δάση». 350

ΚΡΕΟΥΣΑ! Τούτο θα ειπώ, τη συφορά να σου τη φανερώσω. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και πως τον κράτησες κρυφό του Απόλλωνος το γάμο; ΚΡΕΟΥΣΑ Εγέννησα• περίμενε και θα τ' ακούσης, γέρο. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πού, ποιός σε ξεγέννησε; εγέννησες μονάχη; ΚΡΕΟΥΣΑ Μονάχη, μέσα στη σπηληά που είχα γνωρίση εκείνον. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Που είνε το παιδί,—να ειπής και συ παιδί πως έχεις; ΚΡΕΟΥΣΑ Πέθανε, γέρο• στα θεριά μονάχο το είχ' αφήση.

Και δίχως ο πατέρας της να ξέρη, γιατί έτσι το θέλημα ήταν του θεού, — στα σπλάγχα της κρυφά το τέκνο της εκράτησε• μα όταν ήλθ' η ώρα, εγέννησε στο σπίτι της, και το παιδί το επήρε η Κρέουσα, και τόρριξε στην ίδια τη σπηληά, εκεί που μέσα στου θεού το απόχτησε την αγκαλιά, και να πεθάνη τάφησε σε κούνια βαθουλή, σώζοντας των προγόνων της το έθιμο, κ' εκείνου του βασιληά Ερεχθόνιου, που βγήκε από τη γη.

Ή να τα δώσουν τα κλειδιά, ή όξω να χουμήσουν, Κ' όσοι σωθούνε να σωθούν κι' οι άλλοι να πεθάνουν Απ' του οχτρού τους το σπαθί, σκλάβοι παρά να ζήσουν. Το παλληκάρι το καλό δεν δίνη τάρματά του, Το Μεσολόγγι το ιερό δεν δίνει τα κλειδιά του. Εσείς! εσείς που κλείσαταν λεοντάριτη σπηληά, Δεν παραδίνεται, θα βγη, κι' αλληάεσάς αλληά! Νύχτα θα βγουν. Ω, τι βραδειά, τι νύχτα ήτον εκείνη!

Ως βγήκε τ' άστρ' ολόλαμπρο, 'πώρχετ' εκείνο πρώτο το φως της ορθρογέννητης Ηώς να προμηνύση, 'ς την νήσο τότε πλέοντας εσίμονε το πλοίο. 95 λιμάν' είναι του Φόρκυνα, του πελαγήσιου γέρου, εις την Ιθάκη, καιαυτό δυο βγαίνουν ακρωτήρια απόκρημνα, 'ς το έμβασμα του λιμανιού γυρμένα, και των ανέμων των σφοδρών κρατούν το μέγα κύμα απ' έξω• αλλάτον κόλπο του απρόσδεκτα ησυχάζουν 100 τα πλοία τα καλόστρωτα, 'ς τ' άρασμ' οπόταν φθάσουν• και εις του λιμιώνα την κορφήν εληά μακρόφυλλ' είναι, σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη• τόπος είν' άγιος των νυμφών 'που λέγονται Ναϊάδες. και εις τ' άντρον είναι πέτρινοι κρατήραις και λαγήναις, 105 και την τροφήν η μέλισσαιςεκείνα θησαυρίζουν• μέσα και λίθινοι αργαλειοί μακρύτατοι, οπού η νύμφαις πανιά θαλασσογάλαζα, θαύμ' αν τα ιδής, υφαίνουν• και βρύσαις μέσ' αστείρευταις και υπάρχουν θύραις δύο• μια προς βορράν, όθε ημπορούν θνητοί να καταιβαίνουν, 110 η άλλ' είναι θεώτερη, προς Νότο και απ' εκείνη θνητοί δεν έρχονται, αλλ' οδός των αθανάτων είναι.

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και πώς το γυιό σου ετόλμησες μέσ'στη σπηληά ν'αφήσης; ΚΡΕΟΥΣΑ Πώς; κλάψες έκαμα πολλές εκεί και μοιρολόγια. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Αχ! τολμηρά ήσουν και συ, μα πειο πολύ ο Απόλλων. ΚΡΕΟΥΣΑ Αν το 'βλεπες το δύστυχο τα χέρια να μ' απλώνη! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Το γάλα σου εγύρευε ή αγκαλιά μητέρας; ΚΡΕΟΥΣΑ Την αγκαλιά μου, κι' άδικα το είχα βασανίση.

Από στερηά και πέλαγο το ζώνουν ολονένα, Πώς ζώνουν τ' Άστρο σύγνεφα βαρηά και πυκνωμένα, Κι' από τα παλληκάρια του γερεύουν τα κλειδιά. Άστρο κ' εκείνο ήτανε τότες για την Πατρίδα, Για την Ελλάδα έλαμπε χρυσή εκείνο ελπίδα. Χρόνος ακέρηος πέρασε που τώχουνε κλεισμένο, Και τον γυρεύουν τα κλειδιά, το θέλουνε δεμένο. Όσο κι αν έχηςτη σπηληά κλεισμένο το λιοντάρι, Δεν τώχεις καιτα χέρια σου.

Κ' έχω πολλά λαφάκια με τραχηλίτσες στο λαιμό, και τέσσερ' αρκουδάκια. Μα έλα μαζί μου στη στεριά κι ό,τ' έχω χάρισμά σου, Τη γαλανή τη θάλασσα για τη στεριά παραίτα και πιο γλυκά θε να περνάς τις νύκτες στη σπηληά μου. Μπροστά σε τόσα πούχω 'γώ, ποιος με τη θέλησή του θα προτιμάη τη θάλασσα την αφροκυματούσσα;