United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έχωσα εγώ το γκρεμό, εγώ κι ο άντρας μου, εγώ και τα καλά μου, τα σπίτια μου, οι τίμιες μου χαρές και τ' απίκρατα χρόνια μου. Όλα πήγαν με μι' ανεμοριπή. Μα γιατί να φύγη; πες τε μου γιατί να φύγη; Να φύγη από μένα και να πάη στ' οχτρού μου το ρημαδιακό! Να σηκώση από μένα την καλοτυχιά και ναν τη ρίξη σε κείνον τον ατσίγγανο, το βρωμιάρη, τον ελεεινό!

Εκεί στις άξιες φώναξε τις σκλάβες μες στον πύργο στη στια να βάλουν τρίποδο λεβέτι απ' τα μεγάλα, για νάχει έτσι έτοιμο ζεστό λουτρό όταν κουρασμένος πίσω γυρίσει ο Έχτορας στον πύργο του οχ τη μάχη ... Αχ έρμα, πού να φανταστείς π' αλάργα από λουτρά σου 445 τον έσφαξε η θεά Αθηνά μ' ένα κοντάρι οχτρού του!

Κι άξαφνα χωρίς να του κάνουμε τίποτα, έρχεται στην ώρα την πικρή, στο χειμωνιάτικο εκείνο μεσημέρι και μου λέει με την ίδια του φωνή. — Φεύγω τώρα.... Κ' έφυγε στ' αληθινά πέταξε ήσυχα, ανάερα και πήγε να στολίση την κούρνια του οχτρού μου! Έφυγε ήσυχα, γλυκά, χωρίς να ρίξη κάνε τ' αστροπόβολο απάνου μου, να κάψη το κορμί πριν γνωρίση τα μαύρα τα μελλάμενα.

Κ' εγώ απόμεινα εγώ κακογεράματη, απελπισμένη, αδύνατη, να κλαίω κουκουβάγια του σπιτιού μου το γκρέμισμα. Μα γιατί μου είπεΦεύγω τώρα, εκείνο ; Γιατί να θρονιαστή στου οχτρού μου το σπίτι; Δε μπορώ, δε μπορώ, δε μπορώ να καταλάβω ακόμα.....» Η Ασημίνα η Αντριώτισσα πριν να μπη δούλα στο σπίτι του Παναγιώτη Μαχαλά, ηθέλησε να κάμη ορθάκοφτά τις συμφωνίες της.

Κι' ως τόσο άγριος γένεται, κι' ως τόσο φοβερίζει, Που του οχτρού το στράτεμα ολόκληρο απελπίζει· 560 Και δίχως άλλο ημπόρηγε το λόγο να τελιόση· Τι είχε καρδιά και δύναμι να τ' αποκατορθώση· Αν ο πατέρας των θεών και των θνητών ανθρώπων Του Κρόνου ο υγιός δεν πρόφταινε, δεν έκανε τον τρόπον Τους Μπακακάδες τους φτωχούς για τότε να 'λεήση· 565 Στους αποδέλοιπους Θεούς παρόμια να μιλήση· Διό τρεις φοραίς ταράζοντας το θεϊκό κεφάλι, Τα βλέμματα γυρίζοντας σε μια μεριά και σ' άλλη.

Να τόνε κλαιν τα μάτια της, να τον φιλούν' τα χείληα!! Νάτην, αρχίζει η &έξοδος&. 'Ξυπνούν' του οχτρού τ' ασκέρια, Και η φωναίς κι ο αλαλαγμός ακούγονται 'ς τ' αστέρια. Όσοι γλυτώσαν, γλύτωσαν. Τους άλλους σκοτωμένους Μέσατα Τούρκικα κορμιά, αγνώριστους, θαμμένους, Θε να τους κλάψη αύριο η αυγή με τη δροσιά της.

Εδώ το πείσμα κι' ο θυμός, κι' η λύσσα ανακατεύει Τα φοβερά στρατέματα, κι' ο φόνος κυριεύει. Πλιο δεν ψηφάν το θάνατο· διψάν το αίμα ακράτο· 495 Και του οχτρού το χαλασμό επιθυμάν μονάτο. Αυτού χτυπάει ο Πινακάς το φόβιο Πηλοπάτη, Και τον σουβλάει η κονταριά κατάμεσα στο μάτι.

Μα να γυρίσω μια φορά και να θωρήσω πάλι τη λατρεφτή πατρίδα μου, τ' αγαπητό μου τέρι, και στ' αψηλόσκεπο να μπω μεγάλο αρχοντικό μας, κι' ας μου το κόψει χέρι οχτρού αμέσως το κεφάλι, αν δεν το σπάσω εγώ σε διο και στη φωτιά αν δε ρήξω 215 τ' όπλο που βλέπεις, επειδής το κουβαλάω του κάκου

Ή να τα δώσουν τα κλειδιά, ή όξω να χουμήσουν, Κ' όσοι σωθούνε να σωθούν κι' οι άλλοι να πεθάνουν Απ' του οχτρού τους το σπαθί, σκλάβοι παρά να ζήσουν. Το παλληκάρι το καλό δεν δίνη τάρματά του, Το Μεσολόγγι το ιερό δεν δίνει τα κλειδιά του. Εσείς! εσείς που κλείσαταν λεοντάριτη σπηληά, Δεν παραδίνεται, θα βγη, κι' αλληάεσάς αλληά! Νύχτα θα βγουν. Ω, τι βραδειά, τι νύχτα ήτον εκείνη!