United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολλοί έπεφταν πληγωμένοι ή ο ένας απάνω εις τον άλλον, εις την στενήν έξοδον. Αλαλαγμός εκλόνιζε τους τοίχους του ναού. Όμοιος με καλοκαιρίαν, ο κύριος μου έλαμπε κάτω από τα αστράπτοντα όπλα, έως ότου μέσα από το ιερόν μία φωνή έδωκε θάρρος εις τους εχθρούς του, οι οποίοι εγύρισαν πίσω και επανέλαβαν την επίθεσιν.

Είπε και φεύγει ο γέρος. Όσο να ισκιώσουν τα νερά κι' όσο να γείρη ο Ήλιος Απ' όξω απ' το παλάτι του αλαλαγμός κι' αντάρα.

Ποίος δε τότε και πόσος ο αλαλαγμός ημών και η αγαλλίασις! Ο νέος και διαπρεπής της Ελλάδος φίλος αίρεται φυσικώ τω λόγω μέχρι τρίτου ουρανού, και πανηγυρίζεται όπως μας επανηγύρισεν.

Μια 'μέρα αγνάντιατο νησί ακούστηκαν τουφέκια, Φωναίς πολλαίς, αλαλαγμός, σάλπιγκες, τουμπελέκια· Εσκότωσαν το γέρω Αλή. Πήραν το κάστρο απάνου. Πήρανε και τα Γιάννινα τ' ασκέρια του Σουλτάνου.

Να τόνε κλαιν τα μάτια της, να τον φιλούν' τα χείληα!! Νάτην, αρχίζει η &έξοδος&. 'Ξυπνούν' του οχτρού τ' ασκέρια, Και η φωναίς κι ο αλαλαγμός ακούγονται 'ς τ' αστέρια. Όσοι γλυτώσαν, γλύτωσαν. Τους άλλους σκοτωμένους Μέσατα Τούρκικα κορμιά, αγνώριστους, θαμμένους, Θε να τους κλάψη αύριο η αυγή με τη δροσιά της.

Το άγγελμα δεν απηυθύνετο προς τον Ιησούν, αλλ' ούτος δεν ηθέλησε να το ακούση, και μετά συμπαθούς επιθυμίας όπως απαλλάξη ματαίας αγωνίας τον πατέρα, είπεν αυτώ: «Μη φοβού, μόνον πίστευε». Τάχιστα έφθασαν εις την οικίαν, και εύρον αυτήν κατεχομένην υπό των θρηνωδών γυναικών και τον αυλητών, των οποίων ο τεχνητός και μισθωτός αλαλαγμός ύβριζε το άφωνον και ειλικρινές πένθος και το μεγαλείον του θανάτου.

Κλαίει! Τι κλαίει αυτός εκεί; Καλόγηρος να κλαίη! Και τίνος το βλαμμένο αυτό το μοιρολόγι λέει;.. Ακούω·.. λόγια καθαρά: — Ελένη μου, παιδιά μου, Αγαπημένα Γιάννινα! — Ω, τι ακούν' τ' αυτιά μου!.. Μεμιάς φωναίς κι' αλαλαγμός από το Μεσολόγγι. Και μια μεγάλη αναλαμπή, οπού βουνά και λόγγοι Λάμπουνε 'σάν να καίγονται, τον κόβουνε το κλάμα Του γέρου του Καλόγηρου.

Μέγας τότε ο αλαλαγμός γυναικών σταυροκοπουμένων, παιδίων σκιρτώντων, ανδρών τρεχόντων οπίσω της πρύμνης, ως να ήθελον διά του δρόμου τούτου να εκπτοήσωσι και να πειθαναγκάσωσι το πλοίον να πέση εις την θάλασσαν.

Περί της σωτηρίας του πλοίου ουδεμία υπήρχεν ελπίς, αλλ' όσον και να μη ήτο φόβος τις περί του πληρώματος, συγκειμένου εκ πέντε ατόμων, εκτός του πλοιάρχου, όμως αλαλαγμός επηκολούθησεν εν τη αγορά, όλων σπευδόντων προς την ξηρόνησον.

Είπε και αυτών τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία· και πάλιν είπ' ο Ευρύμαχος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας τα χέρια τ' απλησίαστα δεν θα κρατήση πλέον, 70 αλλ', ως το τόξον απ' αρχής και την φαρέτρα πήρε, θε να τοξεύη απ' το ξυστό κατώφλι ως να φονεύση όλους εμάς· αλλά φαιδροί την μάχη ν' ασπασθούμε. σύρετε τα μαχαίρια σας, 'ς τα γοργοφόνα βέλη προβάλτε τράπεζαις και ομούαυτόν ας πέσουμ' όλοι, 75 και το κατώφλ' ίσως βιασθή ν' αφήση και την θύρα, έξω να βγούμε, αλαλαγμός να σηκωθήτην πόλι, τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος».