Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Ο Ούλοφ, που είναι φύση πραχτική και δεν έχει καμιά κλίση στη φιλολογία, λένε πως πρώτη φορά έπιασε κι άνοιξε αυτόρμητα βιβλίο. Νομίζω μάλιστα πως διάβασε τρία ολάκερα κεφάλαια. Ο Σβάντε όμως διάβασε μεμιάς ολάκερο το βιβλίο από την αρχή ως το τέλος. Και διάλεξε μερικά κεφάλαια, εκείνα που του αρέσανε ξεχωριστά και τα διάβαζε δυνατά σε όλους, όσοι είχαν όρεξη νακούνε.

Μα τέλος πια στους πύργους σαν έφτασαν των καραβιών και στο βαθύ χαντάκι, εκεί οι φρουροί τότ' άρχιζαν το δείπνο να τοιμάζουν· ύπνο όμως ο αργοφονιάς Ερμής τους περεχύνει 445 όλους, και το πορτί μεμιάς ανοίγει, και τους σύρτες τους σπρώχνει πέρα, κι' έπειτα μπάζει το γέρο μέσα και μπάζει τα καμαρωτά κανίσκια με το κάρο.

Τι όλο όξω βγήκε οχ το καστρί της Τριάς το ψυχομέτρι.... πώς όχι; Ομπρός τους δε θωρούν του κράνου μου την όψη 70 ν' αστράφτει· ειδέ θα γιόμιζε κουφάρια κάθε αβλάκι μεμιάς αν ήξερε ο τρανός τι μ' άξιζε Αγαμέμνος. Μα να τα τώρα, ας χαίρεται, τα πλοία του βαρούνε.

Τη στιγμή αυτή μου φάνηκε σα να είχα συλλογιστεί και γω το ίδιο. Όλη μου η κούραση έφυγε μεμιάς κι όλος συγκίνηση έσκυψα και της φίλησα το στόμα. Την ίδια στιγμή καθότανε η Έλσα ανασηκωμένη εκεί.

Αν η σιωπή βαστούσε παραπολύ, τότε έμπαινε μέσα σιγά σιγά κι αν πάλι η μητέρα δεν τον ήθελε, τότε γύριζε σιωπηλός και καθότανε με υπομονετική φυσιογνωμία, σα να ήξερε πως δεν έπρεπε να ταπαιτή όλα μεμιάς.

Άξαφνα-άξαφνα μεμιάς κόβει τη συλλογή του, Και: — Στάσου, κράτα τα κουπιά! — κράζει του καϊκτσή του. — 'Στό δώθε του Μεσολογγιού, του λέει, τ' ακραγιάλι Έν' άσπρο-άσπρο και μικρό απ' τη στερηά προβάλλει. — — σώπα, θα νάνε φάντασμα, — αυτός τ' απολογέται. — Όχι. Πώς κυματίζεται δε βλέπεις, πώς κουνιέται; Κ' είνε γερμένο προς εμάς. Σημαία ή μαντύλι.

Μας λέει τότε ο προφήτης, σαν που τους κάτεχε βαθιά, τους ορισμούς τ' Απόλλου. 385 Πρώτος προβάλλω εφτύς εγώ το Φοίβο να μερώσουν· μα πήρε ο βασιλιάς φωτιά, κι' όρθιος μεμιάς πετιέται και μια φοβέρα μούρηξε που κι' είναι κανωμένη.

Έτσι καθόμαστε κει μέσα όσο που έπαψε η αναπνοή,..ξαναήρθε...έγινε πιο κρατητή, δυνάμωσε...κ' έπαψε. Τότε ησυχάσανε όλα. Βασίλεψε η σιγή του θανάτου. Σκυμένοι και κλαίοντας ακολουθήσαμε το φτερούγισμα της ψυχής, που έφευγε. Του κρατούσαμε κ' οι δύο τα χέρια και μεμιάς ταφήσαμε να πέσουν παγωμένα απάνω στο σκέπασμα. Έπειτα βγήκε η γυναίκα μου από την κάμαρα και πήγε να ησυχάση.

Κλαίει! Τι κλαίει αυτός εκεί; Καλόγηρος να κλαίη! Και τίνος το βλαμμένο αυτό το μοιρολόγι λέει;.. Ακούω·.. λόγια καθαρά: — Ελένη μου, παιδιά μου, Αγαπημένα Γιάννινα! — Ω, τι ακούν' τ' αυτιά μου!.. Μεμιάς φωναίς κι' αλαλαγμός από το Μεσολόγγι. Και μια μεγάλη αναλαμπή, οπού βουνά και λόγγοι Λάμπουνε 'σάν να καίγονται, τον κόβουνε το κλάμα Του γέρου του Καλόγηρου.

Χιμίζει ό αέρας να σε ρίξη κάτου, συ θεριεύεις ανάμαλλο μεμιάς, στο αγρίεμα, στο θυμό, στο βούισμά του βουίζεις, αγριώτερα βογκάς. Κι αυτό τα πόδια που σου έγλυφε, τώρα να σε γκρεμίση ορμά και το νερό. Το αψηφάς· με το σίφωνα, την μπόρα συ παλεύεις μεγάλο, δυνατό. Και σε θωρώ: γαληνεμένο πάλι, ορθό, ψηλό στη μολυβένια αυγή, μόνο η δαρμένη φυλλωσιά τη ζάλη, την αντάρα της νύχτας μαρτυρεί.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν