Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Και δεν ξαναήρθε από τότε που «έδεσαν της πανδριές;» — Δεν ξανάρθε, παιδάκι μ'. — Και δεν της στέλνει γράμματα; — Κάποτε της έστελνε. Ύστερα έπαψε. Θαρρώ πως έχει καιρό να λάβη γράμμα. — Κι' αυτή τον καρτερεί ακόμα; — Τον καρτερεί. — Ως πότε; — Αχ, παιδάκι μ', μη μ' ερωτάς πολλά. Η 'πομονή πούχουμε ημείς η γυναίκες είνε μεγάλο πράμμα.

Δε χρειαζότανε να ψάξουμε να βρούμε το δέντρο, γιατί το καλοκαίρι είχαμε ρθει συχνά κ' είχαμε φόβο πως θα πήγαινε κανένας να πειράξη το πραματάκι, που είτανε τόσο καλά κρυμένο και το θαρρούσαμε σα σφραγίδα της αμέτρητης ευτυχίας μας, μιας ευτυχίας, που μια στιγμή φάνηκε πως χάθηκε, όμως ξαναήρθε.

»Τι να του πω; Δεν του είπα τίποτα. — Έννοια σου, μου κάνει σε λίγο, μη στενοχωριέσαι. Δε θα σε φορτωθώ πια. Δεν είνε τόπος για δουλειά εδώ. Σόδομα, και Γόμορρα. — Αμήν, να δώση ο Θεός, του είπα. Τα παπούτσια του βουλευτού γελούσαν μέσα από τα μεγάλα τους ανοίγματα. Εγέλασα κ' εγώ. Δέκα φορές είχε ξαναγύρισει στην πατρίδα να ησυχάση και δέκα φορές ξαναήρθε πάλι. Κάμποσον καιρό δεν τον ξαναείδα.

Πέρασαν τα πέντε τα χρόνια, γύρισε στην πατρίδα, παντρεύτηκε, μεταγύρισε στην Ανατολή, πάλε ξαναήρθε στον τόπο του, όλα σ' ένα χρόνο μέσα, κ' η αλήθεια είνε πως είδε Θεού πρόσωπο τους δώδεκα αυτούς μήνες, την απογεύτηκε την αληθινή την καλοτυχιά. Γραφτό του είταν όμως να μην πολυχρονίση μήτ' αυτό το μεγάλο το καλό.

Τον είχε ο Ιουστινιανός δοκιμασμένο κι από τα πριν και σε πολιτικές πρεσβείες και σε πολεμικές δουλειές, καθώς όταν τον έστειλε βοηθό του Βελισάριου στα 538, λίγο πρι να πέση η Ραβέννα. Είχε λοιπόν κάμποση πράξη ο Ναρσής όταν ξαναήρθε τώρα να τιμωρήση τον Τωτίλα.

Από τα μάτια μου πέσανε βαρειές στάλες χαράς κ' ενώ έξω στην τραχειά τις στρωνότανε το απριλιάτικο χιόνι, αιστάνθηκα πως άρχισε να μου ξεπαγώνη η καρδιά. Η γυναίκα μου σηκώθηκε από το κρεβάτι, είτανε μαζί μας πάντα και δεν είχε άλλο στοχασμό παρά πώς να μας κάνη ευτυχισμένους και να νοιώθη πως χαιρόμαστε που ξαναήρθε στη ζωή.

Έτσι καθόμαστε κει μέσα όσο που έπαψε η αναπνοή,..ξαναήρθε...έγινε πιο κρατητή, δυνάμωσε...κ' έπαψε. Τότε ησυχάσανε όλα. Βασίλεψε η σιγή του θανάτου. Σκυμένοι και κλαίοντας ακολουθήσαμε το φτερούγισμα της ψυχής, που έφευγε. Του κρατούσαμε κ' οι δύο τα χέρια και μεμιάς ταφήσαμε να πέσουν παγωμένα απάνω στο σκέπασμα. Έπειτα βγήκε η γυναίκα μου από την κάμαρα και πήγε να ησυχάση.

Φαινότανε σα να της ξαναήρθε η προτητερινή ζωηρότητα, σα να τίναξε από πάνω της όλο το βάρος της ξένης λύπης, καθετί που ίσκιωνε το μέρος αυτό των παλιών θυμητικών μας και μας κυνηγούσε ολάκερη την αλλόκοτη αυτή μέρα με όλη τη θλίψη και τη δυστυχία του κόσμου. Μ' έφερε ίσια στο δάσος σ' ένα στενό μονοπάτι, όπου τα έλατα σμίγανε τους κλάδους τους απάνω από τα κεφάλια μας.

Όταν μπήκα μέσα, είδα τη γυναίκα μου να τρέμη από σπασμούς, που φαινόντανε πως αρχίζανε από το πρόσωπο κι απλώνονταν αποκεί σε τρόπο που να της τραντάζουν όλο το κορμί. Δεν μπορούσαμε να κάμουμε τίποτε. Κι απ' ώρα σ' ώρα ξαναρχόντανε οι φοβερές προσβολές. Ο γιατρός τις ησύχασε μ' ενέσεις κ' η προτητερινή γαλήνη ξαναήρθε, όχι όμως κ' η αίσθηση. Η αναισθησία κράτησε σχεδόν δυο μέρες.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν