United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είδα και τις φτερούγες του στους ώμους και σαϊτούλες ανάμεσα στους ώμους και στις φτερούγες και δεν ξανάειδα πια μήτε τούτα, μήτε το παιδί. Κι αν δεν έβγαλα του κάκου τούτες τις άσπρες και δεν αποκουτάθηκα στα γεράματά μου, στον έρωτα, παιδιά μου, είσαστε αφιερωμένα κι ο έρωτας νοιάζεται για σας.

Δεν άσπρισαν ακόμη τα μαλλιά μου κι ωςτόσό τι να σας πω; Άμα ξαναείδα την Πόλη, με φάνηκε σα να ξαναχαίρουμουν της νιότης μου τα πρώτα χρόνια. Μπορεί να με γέλασαν τα μάτια μου, μα σαν μπήκα στο παλιό μας το σπίτι, θαρρούσα που με γλυκοκοίταζαν οι τοίχοι.

Είτανε πια νύχτα, και δεν μπορούσα να βρω αφορμή να πάγω, ας είναι κι απ' έξω από το σπίτι της, να βρεθώ άλλη μια στιγμή πιο κοντά της. Πάει πια, δε θα την ξαναϊδώ την Ελένη! Και μήτε την ξαναείδα... Δεν ξέρω πώς τα βάσταξε τα βάσανα του μοναστηριού.

Η ηγουμένη μοι υπεσχέθη να μοι είπη διά ποίαν αιτίαν μ' έχουν κλεισμένην, αλλά δεν την ξαναείδα. Την καλογραίαν, ήτις έρχεται, την παρεκάλεσα να της ειπή να έλθη, αλλ' αυτή μοι απήντησεν ότι δεν πρέπει να έχω αμαρτωλάς επιθυμίας. Τι εννοεί, δεν ειξεύρω. Είνε απορίας άξιον διατί μ' έχουν κλεισμένην εδώ.

Ύστερ' αναστέναξε. — «Θα φύγηςμου είπε. — «Θα φύγω την Κυριακή». — «Γιατί βιάζεσαι τόσο;» — «Έτσι λέω, ποιος ξέρει πάλιτης είπα. — «Καληνύχτα». Έφευγα και δεν μπορούσα να φύγω. Τα πόδια μου κολλήσανε στο χώμα. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Πέρασαν δυο-τρεις ημέρες. Δεν την ξαναείδα. Ούτε στην πόρτα, ούτε στο παράθυρο. Ένα βράδυ, κατά το σούρπωμα, τη βλέπω στο παράθυρο.

Κ' έφυγε' πιάσ' ταμπέλια της που λέει κ' η παροιμία. Δυο μήνες τώρα πέρασαν που δεν την ξαναείδα κι άφησα γένεια μακρυά σαν νάμουν απ' τη Θράκη. Ο Λύκος τώρα είνε γι' αυτήν όλο το παν, στο Λύκο τη νύκτα τα μεσάνυκτα την πόρτα της ανοίγει, και μένα με καταφρονεί σαν νάμουν Μεγαρίτης κι ούτε με συλλογίζεται κι ούτε με λογαριάζει.

Κατόπι κουβάλησαν κάτι χοντρά κούτσουρα που κατέβασαν ως εκεί τα ξερολάγκαδα από τες ράχες. Τέτοιαν πύρα δεν ξανάειδα ποτές άλλη φορά. Ξέκοψε σιγά σιγά η βροχή. Τα σύγνεφα τραβήχτηκαν ένα έν' από τον ουρανό και ξαστέρωσε το απέραντο χάος του. Το σκοτάδι που μας περίφραξε ήτον βαθύτατο. Το κρύο τ' απόβροχου αψύ.

Τον ξανάειδα άλλη μια φορά νεκρό στην κηδεία του. Από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου έως το νεκροταφείο είχε την καλωσύνη ο Δημήτριος Κορομηλάς να με πάρη στο αμάξι του. Μέσα σ' αυτό καθισμένοι καθώς πρέπει και δυο άλλοι άγνωστοί μου κύριοι. Μιλούσανε για το νεκρό με συμπάθεια και δίνανε πληροφορίες για τη ζωή του.

»Τι να του πω; Δεν του είπα τίποτα. — Έννοια σου, μου κάνει σε λίγο, μη στενοχωριέσαι. Δε θα σε φορτωθώ πια. Δεν είνε τόπος για δουλειά εδώ. Σόδομα, και Γόμορρα. — Αμήν, να δώση ο Θεός, του είπα. Τα παπούτσια του βουλευτού γελούσαν μέσα από τα μεγάλα τους ανοίγματα. Εγέλασα κ' εγώ. Δέκα φορές είχε ξαναγύρισει στην πατρίδα να ησυχάση και δέκα φορές ξαναήρθε πάλι. Κάμποσον καιρό δεν τον ξαναείδα.

Ο απογευματινός αέρας κάνει κακό.» «Άσε με να ψοφήσω, Έφις! Άσε με! Τι ζέστη! Δεν ξαναείδα τέτοια ζέστη. Εκεί που ζούσα τουλάχιστον πηγαίναμε στη θάλασσα…