United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα θύμισέ του τώρα αφτά, και κάτσε εκεί, και πιάσ' του το γόνα, μήπως τους οχτρούς θελήσει να βοηθήσει, κι' εκείνους γύρω στο γιαλό και στο καραβοστάσι ναν τους στρυμώξει με σφαγή μεγάλη, τους Αργίτες, που έτσι να νιώσουν τ' όφελος του βασιλιά τους όλοι, 410 και έτσι να δει το κρίμας του κι' ο γιος τ' Ατρέα ακόμα που ντρόπιασε το πιο γερό των Αχαιών κοντάρι

Κ' έφυγε' πιάσ' ταμπέλια της που λέει κ' η παροιμία. Δυο μήνες τώρα πέρασαν που δεν την ξαναείδα κι άφησα γένεια μακρυά σαν νάμουν απ' τη Θράκη. Ο Λύκος τώρα είνε γι' αυτήν όλο το παν, στο Λύκο τη νύκτα τα μεσάνυκτα την πόρτα της ανοίγει, και μένα με καταφρονεί σαν νάμουν Μεγαρίτης κι ούτε με συλλογίζεται κι ούτε με λογαριάζει.

Για να σου πω, καπτά Γιάννη, πόσα χρήματα έχω να πάρω; Ο Καραγιάννης εγέλασε. — Τι τα θες; τον ερωτά. — Τα θέλω! — Πιάς' το τεφτέρι και κύταξε. — Δος μου το κλειδί του συρταριού σου. ο Καραγιάννης του το έδωσε, με το γέλοιο πάντοτε.

Η μήτηρ Πία έν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι είχε τελείαν την εξωτερικήν επίφανσιν της αρετής. Αν έμενον χάσματα εις τον ομοιόμορφον κίτρινον χιτώνα, ον εφόρει από της κορυφής μέχρι των ονύχων, θα ήτο αστειότατον θέαμα. Δεν εννοούμεν δε να υπήρχον τα χάσματα ταύτα φύσει, αλλά θέσει, επί της εσθήτος της μητρός Πίας.

Ημέραν τινά, μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, ο Βούργαρης, ένας αστείος χωρικός, τον επλησίασε με τρόπον και αιφνιδίως δι' όλης του της πνοής εξεφύσησε δούπον βροντώδη, πουφ! Ο δε Μανώλης, εκταραχθείς ως αίλουρος, ανεπήδησε και ετράπη εις φυγήν, ενώ κατόπιν αυτού οι χωρικοί ανεκάγχαζον και εκραύγαζον, όπως κατόπιν λαγού φεύγοντος και καταδιωκομένου υπό σκύλων: — Ου, μωρέ, πιάσ' τονε!

Τα μεγάλα του λόγια από την μια και η αδυναμία του από την άλλη ήτανε να σκάσης από τα γέλοια. Μα σαν ήλθεν η μητέρα και με είδε, σου έκαμεν ένα θυμό! ένα θυμό! Θεός να σε φυλάγη! — Τι στέκεις και γελάς αυτού, βρε χάχα; Ε; τι στέκεις και γελάς! Ο άνθρωπος ψυχομαχά, και συ το χαίρεσαι; Πιάσ' από κεινά! Φορτώσου τον στην ράχη σου!