United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι ίσους μας μην μου ζητάς να βγάλεις τους γονιούς μας» 410 Τότες με μια λοξή ματιά του λάλησε ο Διομήδης «Αδρέφι, κλείσ' το στόμα σου, τ' ακούς; Τον Αγαμέμνο εγώ δεν τον κατηγοράω, πούναι αρχηγός μας όλων, αν τους γενναίους Αχαιούς να πολεμάν τους βιάζει.

«Ελάτε, φίλοι, ταις τροφαίς να φέρουμε• ήδη 'ναι όλα 410 μαζήτο μέγαρο• το ουδέν δεν έμαθ' η μητέρα, και από ταις δούλαις μόνη μια το πράγμ' αυτό γνωρίζει».

Έτσι όξω από την άμαξα πιασμένο στο κοντάρι τόνε τραβούσε, σαν ψαράς που στέκει σ' ακροβράχι και ψάρι βγάζει οχ το γιαλό μ' αρμίδι και μ' αγκύστρι· έτσι έσερνε ανοιχτόστομο το Θέστορα με τ' όπλο οχ το κουτί, και πίστομα τον πέταξ' άψυχο όξω. 410 Έπειτα τρέχει και χτυπάει με πέτρα τον Ερύλα κατάμεσα της κεφαλής, που μες στο στέριο κράνος άνοιξε σε κομάτια διό· κι' έπεσε εκείνος μπρούμπα, κι' ανήλιος γύρω θάνατος του χύθηκε στα μάτια.

Εγώ όμως δεν πηγαίνω εκεί μαζί του να πλαγιάσω. 410 Ντροπή είναι, και τι θάλεγαν οι Τρώισσες για μένα να θε τ' ακούσουν;... Φτάνει πια όσα με τρων σκουλήκια

Δίχως μέριμνο και ζάλη, Δίχως κόσμου πράξιν άλλη, Με κατάχρησι απολνιέται 405 Μέσα στα καλά, που κλιέται. Τελοσπάντων για οδηγό του Αποχτάει στο φέρσιμό του, Ό,τι έχουν, στην αλήθια, Τα παιδόπουλα συνήθια. 410 Ογκομένο ως τ' αχείλι Τρώει αδιάκοπα τριφύλλι· Και γκυλιέται τεντομένο Στο χορτάρι τ' ανθισμένο.

Μα το να κάψτε τους νεκρούς, αμπόδια δε σας βάζω· τι μιας και πάει ο άνθρωπος, τι βλάφτει χέρι χέρι αν μερωθεί το λείψανο με της φωτιάς τη χάρη; 410 Τ' όρκου μου ας είναι μάρτυρας ο Ελυμπήσος ΔίαςΕίπε, κι' υψώνει το χρυσό ραβδί προς τα ουράνια. Κι' ο κράχτης πίσω μίσεψε κατά της Τριάς το κάστρο.

Είπε, 'ς τα χέρια του 'βαλε τ' αργυροκαρφωμένο σπαθί, και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Πατέρα ξένε, χαίρε• και αν λόγος βαρύς ειπώθη, ας τον πάρουν οι άνεμοι, κ' οι αθάνατοι ας σου δώσουν να ξαναϊδής την σύντροφον, να 'φθάσηςτην πατρίδα, 410 'πώχεις καιρούς 'π' αδημονείς μακράν των ποθητών σου».

Αυτά 'πε, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή μου, κ' εκίνησα προς το γοργό καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι, και αυτούτο πλοίον εύρηκα τους ποθητούς συντρόφους, 'που ήσαν απαρηγόρητοι και άπαυτα δάκρυα χύναν. και ωσάν οι μόσχ' οι μανδριστοί, την ώρα οπού γυρίζουν 410 απ' το γρασίδ' εις την αυλή χορτάταις η αγελάδαις, όλοι μαζή ταις προϋπαντούν πηδώντας, ώστε η μάνδραις δεν τους κρατούν, και ολόγυρα εις ταις μητέραις τρέχουν μουγκρίζοντας• όμοια και αυτοί, ως μ' είδαν έμπροσθέν τους, εχύθηκαν δακρύζοντας• κ' εφάν' εις την καρδιά τους 415 εις την πατρίδα ως να 'φθασαν, 'ς την πετρωτήν Ιθάκη, 'ς την γην όπου εγεννήθηκαν, 'ς την γην 'που ανατραφήκαν, και κλαίοντας μου ωμίλησαν• «για την επιστροφή σου, διόθρεφτ', εχαρήκαμεν, όσ' ήθελε χαρούμε εις την Ιθάκη αν φθάναμε, 'ς την ποθητήν πατρίδα. 420 πλην τώρα ειπέ μας την φθορά των άλλων των συντρόφων».

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Ω γέροντ', ήδη το 'μαθε· φροντίδα σου δεν είναι». Είπε και κείνος κάθισετο στιλβωτό θρονί του. ομοίως εχαιρέτησαν τον θείον Οδυσσέα και του Δολίου τα παιδιά και του 'σφίγγαν τα χέρια, 410 καιτον πατέρα των σιμά κάθισαν, τον Δολίον.

Εκεί όλο μ' έβιαζε συχνά πόθος βαθύς να σύρω, και κόρη αφού στεφανωθώ, νυφούλα ταιριασμένη, μ' αφτή το βιος να χαίρουμαι που σώριασε ο Πηλέας. 400 Τι δε μ' αξίζουν την ψυχή εμένα μήτε κι' όσους πλούσια χώρα θησαβρούς λεν είχε του Πριάμου πριν έρθουν τ' Άργους τα παιδιά, στα χρόνια της ειρήνης, μήτε όσα στη βραχότοπη Πυθό λεν μέσα κλείνει τ' Απόλλου του προφυλαχτή το μαρμαροκατώφλι. 405 Γιατί τ' αρπάς τα πρόβατα και τραχηλάτα βόδια, τριπόδια ακάπνιστα αποχτάς και ξανθοκέφαλα άτια, μα αθρώπου πίσω την ψυχή μήτε αρπαγή τη φέρνει μήτε και χρήμα, αν μια φορά διαβεί τον δοντοφράχτη· Τι η μάννα μου η λεφκόποδη θεά μού λέει, η Θέτη, 410 πως τύχες διο λογιών με παν στο τέλος του θανάτου· ανίσως μένω γύρω εδώ και πολεμάω το κάστρο, πάει δε θα δω πια γυρισμό, μα αιώνια θάχω δόξα· μα αν ξαναπάω στο σπίτι μου, στη λατρεφτή πατρίδα, μούναι χαμένη η δόξα μου, μα μακρινή η ζωή μου. 415 Μάλιστα συβουλέβω εγώ και τους λοιπούς σας, πρύμη 417 να βάλτε για τον τόπο σας, τι πια άκρη δε θα βρείτε της Τριάς· γιατί μ' απόφαση το χέρι του από πάνου της έβαλε του Κρόνου ο γιος, και θάρρεψε ο λαός της. 420 Μον σύρτε οι διο σας τ' όχι μου στους αρχηγούς να πείτε, Δυσσέα κι' Αία, τι είναι αφτό των προεστών το χρέος, ξανά για να συλλογιστούν, κι' άλλη να βρούνε τέχνη που ναν τους σώσει οχ του φιδιού το στόμα τα καράβια και το στρατό, τι τώρα αφτή δε γίνεται, ας το ξέρουν. 425 Μα ο Φοίνικας ας μείνει εδώ να κοιμηθεί μαζί μας, 427 κι' αντάμα πιάνουμε κουπί για τη γλυκιά πατρίδα άβριο... αν το θέλει· στανικά δε θέλω ναν τον πάρω