United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν σημαίνει· έκαμες κακά να μην πάρης παράδες. — Γιατί; — Γιατί ο Μανώλης θα σε πέρασε για πληρωμένον, αυτό να το ξέρης σίγουρα. — Τώρα το κατάλαβα κ' εγώ, και γι' αυτό, ούτε ξαναπάω πλειά να ρίξω ψήφο. — Είσαι κουριόζος άνθρωπος, μπαρμπα-Διοματάρη, εστέναξεν ο Βατούλας. — Το ξέρω κ' εγώ . . . Δεν θα υπάρχουν πολλοί τέτοιοι σαν εμένα.

Και οι γυναίκες από πολλά χωριά κάθονταν γύρω της σαν να ήταν υπηρέτριές της….. Μου έλεγε: Ποτόι, έλα, δοκίμασε αυτόν τον καφέ, πώς σου φαίνεται, είναι καλός; Ναι, τόσο καταδεχτική ήτανε. Α, γι’ αυτό δεν μ’ αρέσει να ξαναπάω εκεί πέρα. Μου φαίνεται ότι έχω αφήσει κάτι εκεί και δεν θα το ξαναβρώ πια….» Η Νοέμι επιδοκίμασε ζωηρά, με το κεφάλι σκυμμένο στο εργόχειρό της.

ΒΕΡΑΤι δυστυχίες, τι δυστυχίες στον κόσμο! Και δε μου λέτε, γιατρέ, πώς είναι αυτή η δυστυχισμένη. ΜΙΣΤΡΑΣΠώς θέλετε νάναι; Μια σφαίρα φυτεμένη στα πλεμόνια, εσωτερική αιμορραγία, εξάντληση μεγάλη. Βγάζει δε βγάζει τη νύχτα. Τη μεταφέραμε στο ξενοδοχείο της, της άφισα ένα γιατρουδάκι που βρέθηκε εδώ να την προσέχη και σε λίγο θα ξαναπάω να τηνέ δω. Θαρρώ όμως πως γυρίζει ο Τάσσος . . .

Αν, απεναντίας, δεν θέλετε της υπηρεσίες μου, θα περάσω τη θάλασσα και θα πάω στον Βασιληά της Γαβοΐας ή στον Βασιληά της Φρίζης, και δεν θακούστε πεια ποτέ να μιλάνε για μένα. Μεγαλειότατε, πάρτε συμβουλή από τους βαρώνους σας, κι' αν δε δέχεστε κανένα συμβιβασμό, θα ξαναπάω την Ιζόλδη στην Ιρλανδία από όπου την επήρα. Θα είναι Βασίλισσα στον τόπο της».

Δε σούπα πως δε μαφήκε να τση σιμώσω και πως μου παράγγειλε να μη ξαναπάω παρά μια βολά γι' αποχαιρετισμό; — Εγώ, παιδί μου Γιώργη, μόνο για τη ζωή σου φοβούμαι· μα σαν κατέω πως θάχης το νου σου, να πας, παιδί μου. Δε σεμποδίζω. Μόνο να θυμάσαι να μην κάτσης πολιώρα. Μείναμε σύμφωνοι, αλλά την άλλη μέρα μούπε ξάφνου: — Κατές είντα συλλογούμαι απ' οψές; Αν ήθελες να πας πάλι στον Άη Θωμά.

Μούπε κιόλας να μη ξαναπάω παρά μια φορά, να την αποχαιρετήξω όντε θα φύγω στη χώρα. — Και θα πας; — Θα πάω, είπ' αποφασιστικά. — Κιάνε σου πω να μην πας; — Μη μου το πης, γιατί θα πάω. Δε μπορώ να μην πάω. Ο θυμός κοκκίνησε το πρόσωπο της μητέρας μου. Αλλά πάλιν κρατήθηκε και μούπε με φωνή μάλλον ήρεμη: — Κιάνε σου κολλήση την αρρώστια τση, άνε χτικιάσης; — Θαποθάνω.

Πόσο βαρύ καλά να ξέρης το αληθινό που ανήμπορο να σε βοηθήση κ’ είναι συνάμα βλαβερό. Ξεχνώντας όμως ό, τι καλά δεν ήξερα ήλθα εδώ πέρα° τέτοιαν αλλοιώς δεν θα ’χα εγώ τόλμην ο μάντις. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τι να συμβαίνη κι άθυμος μας ήλθες, μάντι; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Στο σπίτι μου να ξαναπάω άσε με, Οιδίπου. Τη δυστυχία καλύτερα θενά υπομείνης, κ’ εγώ πάλι καλύτερα την εδική μου.