United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατέω κ' εγώ; κατέω κ' εγώ; απήντησεν η χήρα με ήθος ανθρώπου σαστισμένου. Στση θειας τση στο Πετρούνι εξώμεινε. Μα είντα τη θες αυτή που δε σε θέλει και θα φύγη, λέει, να πάη πάλι στη χώρα; Είντα τη θες; Πλησιάζουσα δε τον νέον με ταπεινήν ικεσίαν σκύλου επανέλαβε: — Ντα δε σ' αρέσω 'γώ, Μανωλιό; Και σπασμός λυγμού διέκοψε την φωνήν της. — Δε σαρέσω 'γώ ... που σ' αγαπώ τόσον καιρό η δύστυχη;

Μα πώς! εκουζουλάθηκε; είπε ν η Καλιώ απορούσα. — Κατέω και 'γώ είντα τούρθε του νεραϊδή; Αλλά δεν ήτο πρώτη φορά που την επείραζεν ο Πατούχας. Η Μαργή διηγήθη ότι από ημερών όπου την συνήντα, της εξετόξευε κάτι ματιές που 'νόμιζες πώς ήθελε να την καταπιή. Ενίοτε της έλεγε και κανένα λόγον από μακράν.

Δε μου λες, Μανωλιό, του είπεν αποτόμως η χήρα, αλήθεια είν' αυτό πακούστηκε πως σελογοστέσανε με το Πηγιό; — Κατέω κ' εγώ; απήντησεν ο Μανώλης. — Κιαμέ ποιος κατέει; Κρυφό πρέπει τόχετε ... Δε λέω, καλή κοπελιά 'νε η Πηγή, μα δεν μπορώ να καταλάβω γιάιντα βιάστηκ' έτσα αφέντης σου να δώση λόγο. — Κιαμέ να την αφήση να την πάρη ο Τερερές; είπεν αφελώς ο Μανώλης.

Ακούς, είπεν ο Μανώλης, πως το λέει και το τραγούδι; ... Έλα, γιατί μα το Θεό . .. δεν κατέω κ' εγώ είντα μπορώ να κάμω. — Δεν έρχομαι, Μανώλη, μόνο φύγε, να μην έρθη ο Στρατής γή να μη μάςε 'δη κιανείς άλλος ομάδη, είπεν η Πηγή με αγωνίαν. Ο Μανώλης εκοκκίνισεν από πείσμα. — Δε φεύγω αν δε φύγωμε μαζή, μόνο βγάλε το απού το νου σου, είπεν. Ομάδη θα φύγωμε· ακούς το;

Μα είντά 'χεις; — Κατέω κεγώ; Έτσα λυόνω και πάω και το γιατρικό μου δε βρίσκεται. Κρυφόθερμες λένε πως έχω. Μα δε μούπες, είντα τάκανες τα γράμματα που μούγραφες. Ήσκιζές τα; — Όι, εστέρευγα τα κέχω τα όλα. — Κρίμα να μη μου τα πέμπης! Εγώ, και χωρίς να κατέω γράμματα, θα καταλάβαινα είντα λέγανε. Θα τως έδιδα φιλιά και θα μουλέγανε μοναχά τως είντα τως επαράγγειλε ο Γιώργος μου να μου πούνε.

Και πώς το κατές τουλόγου σου πως τσ' είνε γραφτό ναποθάνη; — Ο γιατρός τώπε. Μα κι ολοφάνερο 'νε πως έχει χτικιό κιαπ' αυτό το πάθος δε γλυτόνει άθρωπος. — Μα σα θέλει ο Θεός; — Δε λέω, σα θέλει ο Θεός ο μεγαλοδύναμος... — Αι; σου λέω κεγώ πως ο Θεός δε θέλει ναποθάνη το Βαγγελιό. Εμένα μου τώπε... — Ποιος σου τώπε; — Εγώ κατέω ποιος μου τώπε. — Δε μου το λες κεμένα να το μάθω;

Φοβουμένη τας υπονοίας και την κακολογίαν την οποίαν ήτο ενδεχόμενον να κινήσουν αι συχναί της συναντήσεις και τα κρυφομιλήματα με τον Μανώλην, έλεγε δυσανασχετούσα τάχα, οσάκις την έβλεπαν να χωρίζεται απ' αυτόν: — Δεν ακούει, δεν ακούει ... Απελπισία είνε μαυτόν τον άνθρωπο. Εμάλιασ' η γλώσσα μου να του λέω πως του κάκου πολεμά, μ' αυτός το χαβά του. Είντα να γενώ μ' αυτό το μπελλά δεν κατέω.

Κατέω κ' εγώ; ... Θα τονε δέση, λέει. — Τα ίδια μου 'λεε κι ο κουζούλακας ο Αστρονόμος, είπε γελών ο Μανώλης. — Κ' η Ζερβούδαινα μευρήκε στη στράτα και μου 'λεε πως το 'κουσε κι' αυτή, επρόσθεσεν η Ρηγινιώ. — Τον κακό τση τον καιρό! ανεφώνησε με θυμόν ο Σαϊτονικολής. Όλα τακούει και σε όλα είνε μέσα η Αλογόμυγια! — Γιάιντα την ατιμάζεις την κακομοίρα; είπεν η Ρηγινιώ.

Οι δύο σύζυγοι αντήλλαξαν βλέμμα απορίας. — Μαπώς σούρθε πάλι αυτό; ηρώτησεν ο Σαϊτονικολής. — Ετσά θέλω, απήντησε με πείσμα ο Μανώλης. — Μα θάχης μια αφορμή. Δε μας τη λες; — Δεν έχω πράμμα, μόνο δε θέλω να τσοι κατέω μπλειο τσοι Θωμαδιανούς. Αυτό 'νε. — Τσοι Θωμαδιανούς και την Πηγή μαζή; — Μούδε την Πηγή θέλω, μούδε κιαμμιά. — Κιαμμιά!

Τότε αρχινούνε τα φύλλα και πέφτουνε... Άκου, πριχού να φύγης, θέλω να σε δω. — Εγώ, όσον καιρό θάμαι στο χωριό, θάρχωμαι να σε θωρώ. — Και δε φοβάσαι τη μάνα σου; — Δε φοβούμαι κιανένα. Εγώ 'μαι 'δα μεγάλος και θα κάνω ό,τι θέλω. — Ήκουσα πως πας και στο κυνήγι, είπε σχεδόν χαρούμενο το Βαγγελιό. — Πάω, μα δε μαρέσει μπλειο. — Γιάειντα; — Δε μαρέσει. Κατέω κεγώ;