United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα δε γεγονότα δεν πρέπει να συλλέγωνται όπως τύχουν, αλλ' αφού με επιμέλειαν και κόπον πολλάκις τα εξετάση ο συγγραφεύς να τα γράψη• ει δυνατόν δε να είνε παρών και να επιβλέπη, άλλως να λαμβάνη τας πληροφορίας του από τους μάλλον αμερολήπτους και από εκείνους οίτινες είνε ανώτεροι υπονοίας ότι προς χάριν ή από έχθραν θα ελαττώσουν ή θα μεγαλοποιήσουν τα γεγονότα.

Δεν άφησα να υπάρχη ούτε η παραμικροτέρα σκιά υπονοίας, ούτε κατά φαντασίαν, ότι εγώ εδολοφόνησα την γυναίκα. Δεν ημπορεί να φαντασθή κανείς τι μεγάλο αίσθημα ικανοποιήσεως εβλάστανεν εις την καρδίαν μου όταν εφανταζόμην την τελείαν ευμάρειαν της καταστάσεώς μου. Επί πολύ ακόμη εσυνήθισα να ευχαριστούμαι εις το αίσθημα αυτό.

Τον θησαυρόν τούτον απέθετεν εις μίαν κρύπτην, την οποίαν προ πολλού είχεν ανακαλύψει η γραία, μετά χρόνον δε ανεκάλυψε και η κόρη. Τότε προς καιρόν, η Χαδούλα διέκοψε τας κλοπάς, διά να μη δώση λαβήν μεγαλειτέρας υπονοίας εις τον πατέρα της. Αργότερα πάλιν εξανάρχισε να κλέπτη περισσότερα, αλλά δεν «έπιανε χαρτωσιά» εμπρός εις τας κλοπάς της μητρός της.

Η φράσις αύτη ένυξε πάσας τας απορίας μου, ανεκάλεσε πάσας τας υπονοίας, ας είχον συλλάβει από πολλών ημερών. Παραχρήμα η εκφρασις του προσώπου μου μετεβλήθη, και λαβούσα σκίμποδα έθηκα αυτόν παρά τον τοίχον και παρεκάλεσα τον ξένον να καθίση. Εκείνος υπήκουσε. — Λοιπόν έχουν σκοπούς; είπον χωρίς να κρατηθώ· έχουν σκοπούς, είπες; Και τι σκοπούς έχουν δι' αυτήν την μικράν, παρακαλώ;

Φοβουμένη τας υπονοίας και την κακολογίαν την οποίαν ήτο ενδεχόμενον να κινήσουν αι συχναί της συναντήσεις και τα κρυφομιλήματα με τον Μανώλην, έλεγε δυσανασχετούσα τάχα, οσάκις την έβλεπαν να χωρίζεται απ' αυτόν: — Δεν ακούει, δεν ακούει ... Απελπισία είνε μαυτόν τον άνθρωπο. Εμάλιασ' η γλώσσα μου να του λέω πως του κάκου πολεμά, μ' αυτός το χαβά του. Είντα να γενώ μ' αυτό το μπελλά δεν κατέω.

Ο πατέρας δεν 'ξέρει ακόμη τίποτα· ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα όλο το βράδυ από κάτω από το τραπέζι επατούσαν τα πόδια των· με επάτησαν δυο φορές, αλλά δεν ενιαούριζα, γιατί αυτό θα έδινε υπονοίας». — Εγώ θα ενιαούριζα! είπε η γάτα της κουζίνας. — Ό,τι αρμόζει εις την κουζίναν, δεν αρμόζει εις το δωμάτιον, είπεν η γάτα του δωματίου.

Μεταξύ των κοιμητηρίων, οπουδήποτε και οιασδήποτε εκτάσεως, δεν υπάρχει ουδέ ενας μεταχειρισθώμεν αυτήν την έκφρασιν, — όπου δεν εύρον σκελετούς εμβάλλοντας τας μεγαλειτέρας υπονοίας. Τρομεραί υπόνοιαι αληθώς! Αλλά τρομερωτέρα ακόμη η κατάστασις την οποίαν προκαλούν. Μπορεί κανείς να την βεβαιώση χωρίς δισταγμόν.

Διότι τι άλλο θα τη έλεγεν, ειμή όσας είχεν υπονοίας, ότι ο πελάτης εκείνος είχε σκοπούς δι' αυτήν; Είχε τούτο τι το επίψογον; Εσπέραν τινά η Αϊμά, ως συνήθως, ήτο εν τω κήπω. Ο Μάχτος είχε κυριευθή υπό πρωτοφανούς οκνηρίας και δεν ηδύνατο να εργασθή. Είχεν εξέλθει της καλύβης, και στηριχθείς επί του τοίχου έμενε σύννους. Από καιρού εις καιρόν έρριπτε βλέμματα προς τον κήπον.

Έφυγες χωρίς να μας πης τίποτε, πατέρα, είπεν ο Βούγκος. — Έπρεπε να πάρω θέλημα από σας; είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Δεν ειξεύραμεν πού ευρίσκεσαι. — Ήτον ανάγκη να ξεύρετε; Εγώ πήγα εις την δουλειά μου. Και ουδείς πλέον ετόλμησε να είπη λέξιν. Η δευτέρα απουσία του Γύφτου διήρκεσεν άλλαις τρεις ημέραις. Και πάλιν ο Μάχτος, παρά πάσας τας υπονοίας του δεν εθάρρησε να είπη τι εις την Αϊμάν.

Κατά δε τον ακόλουθον χειμώνα οι Λακεδαιμόνιοι ητοιμάσθησαν να εκστρατεύσουν κατά της Αργολίδος· αλλ' επειδή αι θυσίαι αι οποίαι έγιναν προς διάβασιν των ορίων δεν εφάνησαν ευνοϊκαί, επέστρεψαν εις τα ίδια. Η τοιαύτη επίδειξις ενέβαλε τους Αργείους εις υπονοίας εναντίον τινών εκ των συμπολιτών των καί τινας μεν εξ αυτών συνέλαβον, οι δε άλλοι διέφυγαν.