United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πόσον ευχαριστούμαι που δύναται η καρδία μου να αισθάνεται την απλήν αθώαν ηδονήν του ανθρώπου εκείνου που φέρει στο τραπέζι του το λάχανον, το οποίον αυτός ο ίδιος εκαλλιέργησε, και που τώρα όχι μόνον λάχανον, αλλά και όλας τας καλάς ημέρας, τόμορφο πρωί που το εφύτευε, τις γλυκές βραδυές που το επότιζε και που εχαίρετο βλέπων προαγομένην την βλάστησιν, όλ' αυτά τα ξανααπολαύει σε μια στιγμή.

Δεν άφησα να υπάρχη ούτε η παραμικροτέρα σκιά υπονοίας, ούτε κατά φαντασίαν, ότι εγώ εδολοφόνησα την γυναίκα. Δεν ημπορεί να φαντασθή κανείς τι μεγάλο αίσθημα ικανοποιήσεως εβλάστανεν εις την καρδίαν μου όταν εφανταζόμην την τελείαν ευμάρειαν της καταστάσεώς μου. Επί πολύ ακόμη εσυνήθισα να ευχαριστούμαι εις το αίσθημα αυτό.

Γουβ! το επιφώνημα τούτο εξέφραζεν ίσως απορίαν, πού τα εύρεν ο Τρέκλας τόσα αγαθά αισθήματα. Βεβαίως θα ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην θα έκαμνε τοιαύτην θυσίαν. — Πόσον ευχαριστούμαι, καλέ μου Χόμο, που σ' έχω συντροφιά. Του κυνός η μορφή εξέφραζεν έκπληξιν. — Είνε καλό να έχη κανείς ένα φίλον εις αυτόν τον κόσμο. Και εμέ τα βάσανά μου είνε πολλά. Ο κύων δεν μετείχε πλέον του διαλόγου.

Ο Μπάρμπα-δήμαρχος, απαθέστατος, πάντοτε ψυχρώς θεωρών τα του κόσμου, ως εθεώρει του βουνού της κλάρες, αίτινες δεν χρησιμεύουσιν ειμή διά καύσιμον, δεικνύει μόνον ανησυχίαν διά την έρημον κάτω κλίνην του, συνεχώς καταβαίνων και παρακαλών την κόρην του να σηκωθή και ν' αναβή επάνω. — Κοιμήσου συ επάνω, πατέρα, εγώ ευχαριστούμαι εδωδά! Απήντα η ταλαίπωρος.

Εις ταύτα τα λόγια το Τελώνιον έλαβε το σπαθί και ευθύς την απεκεφάλισεν έπειτα μου λέγει· ιδού τα Τελώνια πώς τιμωρούν τας γυναίκας των, που δεν τους αγαπούν και αν μεν ήξευρα βέβαια ότι αυτή εντρόπιασε το κρεββάτι μου μαζί σου εις ταύτην την στιγμήν ήθελα σε θανατώσει· λοιπόν διά να σου κάμω χάριν, ευχαριστούμαι να σε μεταμορφώσω εις ένα ζώον, ή σκύλλον, ή όνον ή λέοντα, ή όρνεον, ή άλλο τι, και έκλεξε όποιον θέλεις, σου δίδω αυτήν την εξουσίαν.

Την παραμονή των Χριστουγέννων θα κρατής τούτο το χαρτί στο χέρι σου, θα τρέμης και θα το βρέχης με τα γλυκά σου δάκρυα. Θέλω, . . . πρέπει! . . . = Ω ευχαριστούμαι που έλαβα την απόφαση». Η Καρολίνα εν τούτοις είχε πέσει σε παράξενη κατάσταση.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ε! ευνούχε! Μαρδιανέ! ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Τι επιθυμεί η υμετέρα Υψηλότης; ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Όχι βεβαίως ν' ακούσω τώρα το τραγούδι σου. Δεν ευχαριστούμαι εις ό,τι έχει ο ευνούχος. Είσαι ευτυχής ων ευνούχος, διότι ούτως αι σκέψεις σου δεν πλανώνται μακράν της Αιγύπτου. Αισθάνεσαι ποτέ έρωτα; ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Ναι, χαριτωμένη βασίλισσα. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πράγματι;

Συ που είσαι νέος, καλέ Θεαίτητε, διδάσκεις ημάς τους γεροντοτέρους να κάμνωμεν αδικίαν και να παραβαίνωμεν τας συμφωνίας; Τότε λοιπόν ετοιμάσου, διά να δώσης λόγον διά τα επίλοιπα εις τον Σωκράτη. Θεαίτητος. Εάν θέλη, διατί όχι. Εγώ, σε βεβαιώ, ευχαριστούμαι να τον ακούω, όταν ομιλή δι' όσα λέγω εγώ. Θεόδωρος. Ιππικόν άνδρα προκαλείς εις την πεδιάδα, όταν προκαλής τον Σωκράτην εις την συζήτησιν.

Αλλά διατί δεν συνεπλήρωσες εκείνον τον συλλογισμόν, ότι δηλαδή τα φαινόμενα χρήματα δεν είναι χρήματα, το χρυσίον, το αργύριον και τα άλλα τα τοιαύτα ; Διότι εγώ ακούων τούτους τους λόγους τους οποίους τώρα διηγείσαι, πολύ ευχαριστούμαι.

Ο κήπος είναι απλούς και αισθάνεται κανείς ευθύς άμα εισέλθη, ότι το σχέδιον δεν έχει διαγράψει επιστήμων κηπουρός, αλλά μία ευαίσθητος καρδία, που ήθελε να απολαύση τον εαυτόν της εδώ. Ήδη πολλά δάκρυα έχυσα διά τον μακαρίτην εις την ετοιμόρροπον έπαυλιν, όπου πολύ ηγάπα να διαμένη, και όπου και εγώ ευχαριστούμαι.