United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξέρω, χαριτωμένη μου, γιατί με φεύγεις έτσι· γιατ' έχω φρύδι τριχωτό σ' όλο το μέτωπο μου που αρχίζει απ' τώνα μου ταυτί και φθάνει ίσα με τάλλο κ' έχω ένα μάτι μοναχά κάτ' απ' το φρύδι εκείνο, και πέφτ' η μύτη μου πλατειά κατά το στόμ' απάνω.

Τη λεπτή, την χαριτωμένη αυτή ομιλία έκαναν ανάμεσό τουςποιος ήθελε το πιστέψη ποτέένας γυιός και μια μάννα, στον αυλόγυρο ενός μοναστηριού, μια πρωινή απολείτουργα. Το παράξενο δε είνε πως αυτό δεν ήταν εχθρικό πετροβόλημα, όπως λογικά θα υπόθετε καθένας· ήταν, όλο το εναντίο, ένα παιχνίδι μαλακό, αθόρυβο, όλως διόλου ακίνδυνο, σαν να έπαιζαν το τόπι τα δυο υποκείμενα.

Τον τήραε ο κόσμος πορφυρωμένο και θάμαζε την αντρίκια του όψη, τη μεγαλόπρεπη και χαριτωμένη κορμοστασιά του, λέγοντας πως έμοιαζε του Τραϊανού, καθώς τον ήξεραν από τις εικόνες του. Πρώτη του έννοια και φροντίδα είτανε φυσικά να γλυτώση τον τόπο από τους Γότθους. Κ' εδώ φάνηκ' αμέσως ο μεγάλος του νους.

Η λυγερή έκρυπτεν ήδη εντός αυτής κάμινον ολόκληρον παθών, η οποία την εβασάνιζε και την κατέφθειρεν αδιακόπως, μετά φρικώδους και πονηράς επιμονής. Προ πάντων δ' έπασχεν η κεφαλή της, η χαριτωμένη εκείνη κεφαλή, ωσεί τιμωρουμένη διά την αφροσύνην της. Ιδέα γιγαντιαία, η ιδέα του σφάλματός της, εβάρυνεν ως μόλυβδος εντός και την έκαμνε να κύπτη, καθυποτάσσουσα αυτήν εις μετάνοιαν.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «'Σ της γης τα πέρατα, ω γυνή, σέ ποιος θνητός θα ψέγη; ότιτον μέγαν ουρανόν η φήμη σ' έχει φθάσει· ομοίαν φήμην άπταιστος λαμβάνει βασιλέας, αν κυβερνά θεόφοβα λαόν πολύν και ανδρείον, 110 εις όλα δίκαιος· και η γη σιτοφορεί, τα δένδρα γέμουν καρπούς, τα πρόβατα καλογεννούν, και πλήθος ψάρια γεννά το πέλαγος, απ' την χαριτωμένη την βασιλεία, κ' ευτυχούν τα πλήθητην σκιά του. όθεν τώρατο σπίτι σου 'ς ό,τι άλλο εξέταζέ με, 115 αλλά μη την πατρίδα μου, το γένος μου, ερωτήσης μήπως η πολυστένακτη ψυχή μου πλημμυρήση από πικραίς ενθύμησαις, και μέσα εις σπίτι ξένο δεν πρέπει εγώ να μύρωμαι και να βαρυστενάζω· και άνθρωπος ατελεύτητα να κλαίη δεν συμφέρει· 120 μη κάποια δούλα σου, ή και συ, θυμώση και νομίση ότιτα δάκρυα πνίγομαι βαρύς από την μέθη».

Μπορούμε ακόμη και πλούσιοι να γίνουμε, μπαρμπα-Έφις, ποιος ξέρει; Όλα μπορούν να γίνουν σ’ αυτόν τον κόσμο∙ πιστεύω πως όλα μπορούν να γίνουν.» «Μήπως δεν είσαστε κιόλας πλούσιοι; Ποιοι είναι πλουσιότεροι από εσάςΈσκυψε επάνω του, χαριτωμένη και παιδούλα, όπως ήταν κάποτε. «Αυτό έλεγα κι εγώ πάντα!

ΔΟΡΑΝΤ Εγώ, τι να σας πω, όταν πρόκειται να εξυπηρετήσω ένα φίλο μου, δε δίνω σημασία σε τίποτα, και όταν μου εξεμυστηρεύθητε τον έρωτα που αισθάνεσθε για τη χαριτωμένη εκείνη μαρκησία, με την οποίαν συνδέομαι στενώς, είδατε πολύ καλά ότι ευθύς εξ αρχής προσεφέρθην μόνος μου να σας φανώ χρήσιμος. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Αυτό είν' αλήθεια. Η καλωσύνη σας, σας το είπα, με σκλαβώνει.

Το κατάφερα κ' έχω χαρά. Κρίμα που δεν είσαι πλάγι μου να σε δείξω μια βάρκα βαρκούλα μικρή που αρμενίζει αλάργα στο γιαλό. Τι νόστιμη, τι χαριτωμένη, τι μικρούτσικη μικρουλή που φαίνεται αλήθεια από δω απάνω στο βουνό! Μόλις τα μάτια σου την ξανοίγουν και μοιάζει σαν τιποτένια. Κι όμως, παιδάκι μου, μη φοβάσαι. Έφτειαξα μια βάρκα για σένα που δεν μπορεί φουρτούνα να τη χαλάση.

Γίνετ' άφαντος μέσα στες βροντές· έπειτα με γλυκεία μουσική ματαμπαίνουν η Μορφές, και χορεύοντας και κάνοντας διάφορα σχήματα παίρνουν το τραπέζι. Άξια επαράστησες τα σχήμα αυτής της Αρπυίας, Αριέλ μου· ήταν χαριτωμένη ενώ εκατάτρωγε.

Αυτή η χαριτωμένη επιστολή, αυτή η ανέλπιστη επιστολή, γέμισε ανέκφραστη χαρά τον Αγαθούλη· η αρρώστια της αγαπημένης του Κυνεγόνδης τόνε βύθισε στη λύπη. Μ' αυτά τα δυο αντίθετα συναισθήματα, παίρνει το χρυσάφι του και τα διαμάντια του, βάζει να τον οδηγήσουνε με το Μαρτίνο στο ξενοδοχείο, που έμενε η δεσποινίς Κυνεγόνδη.