United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δόξασα το θεό, που σας ξανάφερνε σε μένα ύστερ' από τόσες δοκιμασίες. Σύστησα στη γριά μου να σας περιποιηθή και να σας φέρη εδώ, μόλις θα ήτανε δυνατό. Έκαμε πολύ καλά την παραγγελία μου. Απόλαυσα την ανέκφραστη χαρά να σας ξαναϊδώ, να σας ακούσω, να σας μιλήσω. Πρέπει να πεινάτε πολύ· έχω μεγάλη όρεξη, ας αρχίσουμε από το φαγητό.

Ήλθε πάλιν με το κηράκι του το αναμμένο κ' εστάθη εμπρός μου και μου έφεγγε, και μ' ένα ασημένιο θυμιατό μ' εθυμίαζε με μοσχολίβανον. Σαν αλήθεια, σαν όνειρο. Κ' εκεί που επλησίαζε να σωθή τα κηράκι και να καή το μοσχολίβανον — ω ανέκφραστη στιγμή! — ακούω και μου φωνάζει με ρωμαλέαν φωνήν: — Μη φοβάσαι, Λαλεμήτρο! Ανέβατα καπούλια, να σε πάγωτην γυναίκα σου!

Το πρόσωπό του εφωτίσθηκε, τα σβυσμένα του μάτια σαν να επήραν νέα ζωή . . . Εξέχασε για μια στιγμή το μυστικό του, το ατελείωτο μαρτύριο και με φωνή γιομάτη ταραχή ανέκφραστη, με μια τρεμούλα ανεξήγητη εφώναξε το παιδί να μπη μέσα . . . Εκείνο, χωρίς καθόλου να ταραχτή, τον κύτταξε μια στιγμή αδιάφορο, ψυχρό, σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά, έπειτα εσήκωσε τα δυο του χέρια με ανοιχτές της παλάμες, τον εμούντζωσε και το βάλ' ευθύς στα πόδια . . . Ο ναύτης αποσβολώθηκε, τα έχασε σαν να έλαβε δυνατό χτύπημα κατακέφαλα, εσυμμαζεύθη, εζάρωσε και δεν τολμούσε να σηκώση το κεφάλι του· λες εφοβότανε να κυττάξη γύρω του.

Αυτή η χαριτωμένη επιστολή, αυτή η ανέλπιστη επιστολή, γέμισε ανέκφραστη χαρά τον Αγαθούλη· η αρρώστια της αγαπημένης του Κυνεγόνδης τόνε βύθισε στη λύπη. Μ' αυτά τα δυο αντίθετα συναισθήματα, παίρνει το χρυσάφι του και τα διαμάντια του, βάζει να τον οδηγήσουνε με το Μαρτίνο στο ξενοδοχείο, που έμενε η δεσποινίς Κυνεγόνδη.

Το παράπονο από το ακορντεόν του Τσουαναντόνι έφτασε βαθειά στο χάος του πόνου της Νοέμι, σαν ένα μακρινό φως. Το αγόρι τραγουδούσε, συνοδεύοντας τη μουσική του, και η φωνή του θλιμμένη από μια ανέκφραστη μελαγχολία γέμιζε τη νύχτα με γλυκύτητα και λάμψη. Η Νοέμι, γονατιστή ακόμη κοντά στο κάθισμα όπου βρισκόταν το ξόδι της ντόνας Ρουθ, ανασήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τριγύρω. Ήταν μόνη.

Όλα έδειχναν, απάνω τους πεσμένη, μίαν ανέκφραστη γαλήνη κι ανάπαυση. . . Ω ! τι θάμα !: η μυγδαλίτσα, η μικρή ζαρωμένη μυγδαλίτσα είχε ανθίσει άξαφνα, εκείνην τη νύχτα. . . Η Λιόλια πήγε κοντά της : δυο ανθάκια ήταν όλο κι όλο ανοιγμένα· μα είχε κι άλλα μπουμπούκια έτοιμα να ξεσκάσουν.