United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα μέρη διασκέδασης όπου πήγαιναν τους ήταν αδιάφορα∙ δεν τα εύρισκαν πιο χαρούμενα ή πιο θλιβερά από τα μοναχικά μέρη όπου στάθμευαν για ανάπαυση ή για φαγητό. Καυγάδιζαν ωστόσο μεταξύ τους, φώναζαν αισχρόλογα, μιλούσαν άσχημα για το Θεό, ζήλευαν ο ένας τον άλλο: είχαν όλα τα πάθη των τυχερών ανθρώπων.

Οι τρεις κυράδες ευχαριστήθηκαν το τραγούδι και μετά τραγούδησαν και αυτές, ώστε το φαγητό τους ήταν γεμάτο ευθυμία και κράτησε πολύ περισσότερο από συνήθως. Στο τέλος, βλέποντας ότι ο ήλιος πήγαινε προς την Δύση, η Σεραφεία είπε στον βαστάζο, «Σήκω και φύγε· είναι ώρα πια να χωρίσουμε».

Ο Τζατσίντο δεν είχε πάρει ακόμη καμία απόφαση για την περίσταση, φαινόταν όμως ήρεμος, δούλευε, γύριζε στο σπίτι μόνο όταν ήταν η ώρα για φαγητό και αστειευόταν με το σπιτονοικοκύρη του ζητώντας του συμβολές πώς να υποδεχτεί το κορίτσι. «Δεν θέλω βέβαια να την χάσω, την καημένη την ορφανή! Εάν την παντρευόμασταν μαζί; Μια γυναίκα στο σπίτι χρειάζεται

Γιατί κι' ατή σου το νογάς, κι' ατή σου τ' απεικάζεις, Ανισως ας με χωριστής, το χάρο μου τοιμάζεις. Αχ, είναι η πρώτη μου φωνή Καθώς ημέρα να γενή· Βραδιάζει, κι' αχ φωνάζω, Μ' αυτό το αχ πλαγιάζω. Γιόμα μου είναι οι στενασμοί· Και οι πικροί συλλογισμοί· Δειπνώ μελαχολία, Σκληρήν απελπισία. Έχω τα δάκρυά μου πιοτό, Τα βασανά μου φαγητό. Ζιώ για να τυραγνιούμαι, Αφόν της σ' υστερούμαι.

ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι εκεί, όπου τρώγει, αλλ' όπου τρώγεται· ολοένα συνεδριάζουν ολόγυρά του κάμποσα διπλωματικά σκου- λήκια. Το σκουλήκι, Κύριέ μου, όσο διά το καλό φαγητό, είναι ο μόνος αυτοκράτορας. Παχαίνομε όλα τ' άλλα πλά- σματα διά να μας παχαίνουν, και παχαίνομε τον εαυτόν μας διά τα σκουλήκια.

Ο νους και η φαντασία του Ρένα είχανε σκεπαστεί κάτω από την τελευταία κείνη βαρβαρότητα που του σκέπασε το κεφάλι. Μετά το μεσημερινό φαγητό ο Ρένας έκανε μια πολύ σπουδαία ανακάλυψη, και γύριζε δω και κει στα υποφράγματα και στο κατάστρωμα για νάβρει κάποιο να την ανακοινώσει.

Είπε να φέρουν το φαγητό στο δωμάτιό του και, αφού έφαγε επήγε έφιππος έξω στον έπαρχο, τον οποίον δεν ηύρε στο σπίτι του. Περπατούσε συλλογισμένος στον κήπο εδώ κ' εκεί και φαινότανε ότι ήθελε σ' αυτές τις τελευταίες του στιγμές να μαζέψη στην ψυχή του όλη τη δυσθυμία των αναμνήσεων.

Άρχισαν τότε να κουβεντιάζουν και ο Έφις κοίταζε το αγριοτριαντάφυλλο σαν να μιλούσε μόνο σ’ αυτό. «Ο Θεός μόνο μπορεί να σκοτώνειΣταμάτησε όμως την κουβέντα επειδή από μακριά η ντόνα Έστερ του έκανε νόημα να πλησιάσει. Ήταν ώρα για φαγητό. Τον Τζατσίντο τον είχε καλέσει ο παπάς και όλοι, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, έτρωγαν με καλή συντροφιά. Από τις καλύβες έβγαινε καπνός η τσίκνα.

Ύστερα από το φαγητό ο Γιάννης έδωκε στη μάννα του μια σακκούλα γεμάτη φλιοριά, να τάχη δικά της, και να δίνη για την ψυχή της, και της διηγήθηκε την ιστορία της ξενιτειάς του: — Φεύγοντας, μαννούλα μ', απέδω, πήγα στο Βουκουρέστι. Την ίδια μέρα μπήκα σ' έναν αφεντικό, κι' ύστερα από μια βδομάδα ξεκινήσαμε μαζύ για τη Μολδαβιά, όπου είχε το σπίτι του και τα χτήματά του.

Ήσυχα και χωρίς κόπο στοιβαζόντανε τα φύλλα και σχηματίζανε το βιβλίο, που θα έβγαινε το χινόπωρο, και συχνά περίμενε το φαγητό στο τραπέζι, όταν συρτωνόταν η πόρτα κ' η Έλσα κάθιζε ν' ακούση να της διαβάσω τις σελίδες, που γραφήκανε ως τα μεσημέρι. Γαλήνια κ' ευτυχισμένη καθόταν εκεί και χαιρότανε που ο όγκος του χειρόγραφου μεγάλωνε κάθε μέρα. Γιατί γνώριζε καλά ποιος έδινε ζωή στην εργασία.