Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Ύστερα από το φαγητό ο Γιάννης έδωκε στη μάννα του μια σακκούλα γεμάτη φλιοριά, να τάχη δικά της, και να δίνη για την ψυχή της, και της διηγήθηκε την ιστορία της ξενιτειάς του: — Φεύγοντας, μαννούλα μ', απέδω, πήγα στο Βουκουρέστι. Την ίδια μέρα μπήκα σ' έναν αφεντικό, κι' ύστερα από μια βδομάδα ξεκινήσαμε μαζύ για τη Μολδαβιά, όπου είχε το σπίτι του και τα χτήματά του.

Αμ' δε, είπε ο ψαράς, κουνώντας το δασωμένο από γένεια κεφάλι του. Σούνε μιαν αντάρα αυτή, σούνε μιαν αντάρα! Τη φοβήθηκε το μάτι μου αυτή την καταχνιά. Έχω είκοσι χρόνια τόρα που τη γνωρίζω. Να μη βάλη το ποδαράκι της... Τόρα δα δε το Γεννάρη, και βδομάδα κάνει να σηκωθή. — Περίεργο! αυτή η λίμνη, δυο κουταλιές νερό! έκαμε ο μηχανικός. — Όπως ντέση, κυρ μηχανικέ, όπως ντέση.

Τριάντα χρόνιαμια ζωήκυβέρνησε ο Καπετάν-Μοναχάκης την «Αθηνά». Ο Καπετάν-Μοναχάκης πάντα άξιος και καλόγνωμνος, η «Αθηνά» πάντα καλοθάλασση και προκομμένη. Ούτε αδέρφια, ούτε συγγενείς. Η «Αθηνά» και πάλε «Αθηνά». Πάντα ταξίδια, πάντα φουρτούνες. Τον Μοναχάκη δεν τον σήκωνε το λιμάνι Σαν καθότανε μια βδομάδα στο λιμάνι ο Μοναχάκης αρχίζανε να τον τρων τα νύχια του.

Έμεινα και τη βδομάδα της Λαμπρής στο χωριό· αλλ' όλες αυτές τες μέρες μια φορά μόνο ήρθε στο σπίτι μας το Βαγγελιό και μια φορά πήγα στο δικό των. Όταν ήρθε, μούφερε αυγά κόκκινα και κουλούρια. Αλλά πάλι δε με φίλησε. Άπλωσε μόνο το χέρι της και μου θώπευσε τα μαλλιά κιαφού δεν έκαμε την αρχή, κεγώ δεν είχα το θάρρος.

Έπειτα σήκωσε την ποδιά της στα μάτια, πέρασε την αυλή ανάμεσ' από τα δένδρα και γύρισε στο σπίτι. Δεν είχε περάσει μια βδομάδα που άλλαξαν δαχτυλίδια. Ακόμα δεν τον είχε καλογνωρίσει τον αρραβωνιαστικό της, μα της φαινότανε πως τον γνώριζε χρόνια, τώρα που τον έχανε. «Αυτά έχουνε οι γυναίκες των θαλασσινών της το είχε ειπή η μάννα της. Και με όλα αυτά θαλασσινόν ήθελε η Ουρανίτσα.

Η κόρη σας τώρα είνε καλομαθημένη, έξη χρόνια στο σκολειό, κι άλλα δυο στην Αγγλία. Και ν' αρχίστε αμέσως κιόλας να τοιμάζετε. Έχουν και δούλους. Κρεββάτια όσα μπορείτε. Να πάρτε μάλιστα και το σπίτι το διπλανό για καμιά βδομάδα. Από χρήματα να μη νοιάζεστε. — Μια βδομάδα! Χριστέ και Παναγιά! Να το κουνίσουν δεν έχουν πια από δω πέρα! φωνάζει η κερά Φωτεινή. — Αυτά τα βολεύετε και σαν έρθουν.

Είχε καή το χειμώνα η πλιο μεγάλη εκκλησιά του χωριού μας, ο Άι- Νικόλας, και το καλοκαίρι εκείνο την ξανάχτιζαν οι χωριανοί. Πλέρωναν μοναχά τα μεροδούλια των μαστόρων και κουβαλούσαν αυτοί από τα βουνά απάνου κάθε βδομάδα την πλάκα και τα μάρμαρα. Εκεί που τελειώνουν πλέον τα σάδια κι αρχίζει πάλε η μπροστέλλα του βουνού, εκεί ήταν τα μάρμαρα.

Αλλ' ο δάσκαλος αυτόν το χαιρετισμό τον έλεγε σχήμα και το σχετικό παράγγελμα ήτο «Κάμετε σχήμαΜας έμαθε και διάφορα πατριωτικά τραγούδια και τα τραγουδούσαμε όταν μια φορά τη βδομάδα μας οδηγούσε κάτω στα λιβάδια και περνούσαμε απόγεμα με γυμναστικά παιγνίδια.

Ξύγκι; — Το καψόξυγκο είνε, που μας ζωντανεύει. Μ' αυτό στο ψωμί, μ' αυτό στο λύχνο, μ' αυτό τηγανίζουμε κάν' αυγό. Ξύγκι που πάει γόνα, κι αυτό λιγοστό, πού να βρεθή το έρημο! — Και κατεβαίνετε το χειμώνα κάτου; — Όπως ντέση. Τους τρεις μήνες ροβολάμε μια βολά. Σε στρυμόνει το χιόνι, παιδί μου. Κρύο, λες; πεθαμός! Και βδομάδα κάνουμε ν' ανοίξουμε πόρτα.

Ο Υπάτιος, ο Πομπήιος, κι ο Πρόβος πιάστηκαν κ' οι τρεις τους αιχμάλωτοι μαζί μ' άλλους πολλούς αρχόντους. Ο Υπάτιος κι ο Πομπήιος θανατώθηκαν την αποταχυνή. Οι άλλοι οπαδοί τους ή ξωρίστηκαν ή φυλακίστηκαν. Τον Πρόβο μονάχα τονέ συχώρεσε ο Ιουστινιανός. Έτσι τέλειωσε η τρομερή εκείνη βδομάδα του «Νίκα». Κίνημα σύφωνο με τη Βυζαντινή την παράδοση.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν