United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνη την ώρα έβαλε ένα αεράκι σιγανό κι ανάλαφρο, και το μονόξυλο πήγε τ' ανοιχτά. Θέλησα να το γυρίσω, μα του λόγου της με μπόδισε. Της άρεγε έτσι, μ' άρεγε και μένα έτσι τότες. Καψονιόπαντροι, να τα λέμε τόρα; Έτσι τραβήξαμε αρκετά, όντας ξάφνω σηκόνεται του λόγου της η κυρά αντάρα, κυρ μηχανικέ. Και να πης, σηκώθηκε λίγη, λίγη; Σα να την ξέρασε ξαφνικά κάνας δαίμονας.

ΦΙΝΤΉΣ Τ' είναι πάλι; Κανένα παράπονο βέβαια; ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ήρθα, κύριε εργοστασιάρχη, σήμερα το πρωί και σας ζήτησα δυο φορές στο γραφείο, μα δεν μπόρεσα να σας πιτύχω μονάχο. Επειδή όμως είναι ανάγκη να σας μιλήσω, αναγκάστηκα να σας ενοχλήσω εδώ, στο σπίτι σας. Έχεις βέβαια να μου μιλήσης σοβαρά. Όμως, κύριε Μηχανικέ, ήρθε κ' η σειρά μου να έχω κ'εγώ σοβαρά παράπονα εναντίο σου.

Έχουμε τόσες μηχανές για να κατεργαζόμαστε, να κόφτουμε, να τορνεύουμε το σίδερο, οι μηχανές αυτές αντιπροσωπεύουνε παράδες πολλούς, κ' εσύ, κύριε Μηχανικέ, μου τα καταφέρνεις, ώστε οι μηχανές μου να κάθουνται σχεδόν νεκρές, κι όλη η δουλειά να γίνεται με τα χέρια των εργατών. Αυτό όμως μας χασομερά πολύ .. Μόλις σήμερα πήρα χαμπάρι γι' αυτά τα πράματα.

Να σας λιγοστέψω τις ώρες της δουλειάς. Τους καημένους, τους καημένους! Και δεν μπορώ να τα καταφέρω ενώ νοιώθω όλη τη δύναμη μέσα μου. Μα γιαΤι έχω συνείδηση της τάξης μου, και ζητώ, πρώτ' απ' όλα τον υψωμό αυτηνής. ΦΙΝΤΗΣ Σήμερα έχεις πολυλογία, κ. Μηχανικέ. Θα δώσης με την ατμομηχανή την πρεπούμενη δύναμη, για να κοπούν οι πλάκες.

Αμ' δε, είπε ο ψαράς, κουνώντας το δασωμένο από γένεια κεφάλι του. Σούνε μιαν αντάρα αυτή, σούνε μιαν αντάρα! Τη φοβήθηκε το μάτι μου αυτή την καταχνιά. Έχω είκοσι χρόνια τόρα που τη γνωρίζω. Να μη βάλη το ποδαράκι της... Τόρα δα δε το Γεννάρη, και βδομάδα κάνει να σηκωθή. — Περίεργο! αυτή η λίμνη, δυο κουταλιές νερό! έκαμε ο μηχανικός. — Όπως ντέση, κυρ μηχανικέ, όπως ντέση.

Και το μονόξυλο έφευγε, έφευγε, όσο που μας πέταξε πέρα σε κάτι μάζες από φύκια... Την σκαπουλήσαμε για καλά, που λες, κυρ μηχανικέ!.... Κι ο ψαράς γέλασε δυνατά. Οι μπεκάτσες είχαν ψηθή κ' η γριά με κάποια ταραχή τις απίθωσε σε μια γαβάθα. Έβγαλε τα σηκότια τους και τα δούλεψε με λεμόνι και έκαμε έτσι μια σάλτσα περίφημη, την απίθωσε κι αυτή στο πλάι, κι αρχίσαμε να τρώμε.