United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γνωστικιά γυναίκα, η κερά Φρόσω. — Τις απομάντευα τις συφορές αυτές, έλεγε, τις είδα και στα νιάτα μου, Θεός το ξέρει και πόσες ακόμα φορές θα τα ξαναδώ και θα τα ξαναθρηνήσω. Σηκώθηκε τότες είχε δεν είχε ο Μιχάλης κ' έτρεξε να πάη να βρη το κορμί. Αδύνατο στάθηκε. Νανέβη ως τα Τούρκικα, δεν του φάνηκε και πολύ γνωστικό, και δεν το συλλογίστηκε άσκημα.

Ονειρεύτηκε όμως τη Νοέμι που τον κοίταζε με κακία και του έλεγε ψιθυριστά, μέσα από τα δόντια: «Τον βλέπεις; Τον βλέπεις τι άνθρωπος είναιΞύπνησε με ένα βάρος στην καρδιά. Αν και ήταν ακόμη νύχτα σηκώθηκε, αλλά ο Τζατσίντο είχε κιόλας φύγει.

Η Ουρανίτσα ξαφνιζότανε στον ύπνο της, άκουγε τόνομά της «Ουρανίτσα μου, χάθηκαΠεταγότανε από το στρώμα σαν την τρελλή. Τίποτε. Ήταν όνειρο. Μόνο η νοτιά βούιζε όξω, και τα κύματα, που σπάζανε στο μώλο, χτυπούσαν στα τζάμια σα χαλάζι. ...Εκείνο το πρωί σηκώθηκε ήσυχη κ' ευχαριστημένη. Είχε δει καλό όνειρο.

Σηκώθηκε ένα κιρκινέζι, ή καμιά κουκουβάγια, και φτερούγισε στα σκοτεινά κ' έφυγε από μια τρύπα· ένα σταχτί φτερό έπεσε κοντά μου. Ένα σκυλί, ή ήταν τσακάλι; ή αλεπού; τρόμαξε και βγήκε σιωπηλά από μια τρύπα, έξω στο φως, και χάθηκε στα χαμόκλαδα. Ανατρίχιασα.

Όλος χαρά και δάκρυατο λόγο του Κωλέττη: « Κωλέττη μου! . . . πατέρα μου! « Σ' έχω συγχωρημένο, » Αφ' όταν το κουφάρι μου »'Βρέθηκε κρεμασμένο « Μες την ψηλή Ακρόπολι. . . . » Μην έχης πλειό σεκλέτιΣιγάνε και σηκόνεται Ο υιός της Καλογραίας , Της Άρτας το προπύργιο. Φαγάς των Οσμανλίδων, 'Σηκώθηκε κ' εσείσθηκεν Ο τόπος. Των Ατρείδων 'Σάν να επρόβαλε κανείς, Ή ο φρικώδης Αίας.

Ο Έφις σηκώθηκε και δεν θέλησε να ξανακαθίσει. « Πρέπει να πηγαίνω», είπε δείχνοντας προς τα έξω, σαν κάποιον που έχει να κάνει δρόμο, να πάει μακριά. «Έχεις τόση δουλειά ή μήπως θα πας σε κανένα πανηγύρι;» Η ειρωνεία του ντον Πρέντου δεν τον κέντριζε πια. Η αναφορά όμως στο πανηγύρι τον συντάραξε. «Ναι, πρέπει να πάω στο πανηγύρι των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού.» «Λοιπόν, θα πας.

Στη θέα του, οι εκατό ιππότες σηκώθηκαν όλοι μαζύ, τον εχαιρέτισαν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, και οι Ιρλανδοί είδαν ότι ήτανε ο αρχηγός τους. Πολλοί τον ανεγνώρισαν όμως τότε, και μεγάλη κραυγή σηκώθηκε απ' όλες της μεριές: — Είναι ο Τριστάνος του Λοοννουά, ο φονηάς του Μόρχολτ! Γυμνά λάμψανε τα σπαθιά, και μανιασμένες φωνές επανελάμβαναν: — Θάνατος! Θάνατος!

Μετά κάθισαν ξανά στο τραπέζι και άρχισαν με νέα όρεξη να τρώνε, να πίνουν, να τραγουδούν και να απαγγέλουν στίχους. Διασκέδαζαν έτσι με την ψυχή τους, όταν άκουσαν ένα κτύπο στην εξωτερική πόρτα και η Σεραφεία σηκώθηκε να ανοίξει.

Αλήθεια, παιδάκι μ', μου είσαι πεινασμένο!.... Είπε και σηκώθηκε τρικλίζοντας, έστρωσε τραπέζι, κι' απόθεκε απάνω τα χουλιάρια, το ψωμί και το προσφάγι, και κάθησαν να φάνε.

Πράγμα ασυνήθιστο, βλέποντας τον Έφις σταμάτησε.. «Τι κάνεις φορτωμένος μ’ αυτό το δισάκι; Κουκιά έκλεβες;» Ο Έφις σηκώθηκε με σεβασμό. «Είναι οι προμήθειες για τις κυράδες μου. Κι εσείς πού πάτεΚαι ο ντον Πρέντου εκεί κάτω πήγαινε.