Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Τι πειράζει πού και σε τι μέρος βρίσκεται κανένας, άμα βρίσκεις την ψυχή; Αντίς άξαφνα κανένας να πάη στη Νάξο, νανεβή απάνω στο βουνό, να κοιτάζη από κει πέρα τη θάλασσα, τον κάμπο, και να τα περιγράψη όλα, κάλλια να καθήση κανείς, που να πούμε, μέσα στην ψυχή του αθρώπου κι από κει, από την ψυχή του, να κοιτάζη θάλασσα, κάμπο, βουνά, κι αφτά να περιγράφη.

Γνωστικιά γυναίκα, η κερά Φρόσω. — Τις απομάντευα τις συφορές αυτές, έλεγε, τις είδα και στα νιάτα μου, Θεός το ξέρει και πόσες ακόμα φορές θα τα ξαναδώ και θα τα ξαναθρηνήσω. Σηκώθηκε τότες είχε δεν είχε ο Μιχάλης κ' έτρεξε να πάη να βρη το κορμί. Αδύνατο στάθηκε. Νανέβη ως τα Τούρκικα, δεν του φάνηκε και πολύ γνωστικό, και δεν το συλλογίστηκε άσκημα.

Ακούς εκεί ο Λίακας, να πάη στο στοιχειωμένον πύργο της Δραμαλούς! Κι ακούς να σου λέη, πως θα παλέψη το στοιχειό, νανεβή στη συκιά, να κόψη σύκο να φάη, να μας φέρη κ' εμάς! — Στοίχημα! του λένε. — Στοίχημα; — στοίχημα ! Βάνουνε το στοίχημα. Εφτύς κιόλα διαλαλήθηκε σ' όλο το χωριό· το και το: ο Λίακας είν' αντρειωμένος, κ' είν' ήρωας τρανός, και θα πα να παλέψη με το στοιχειό της βάρδιας.

Στου Θεοδοσίου λοιπόν τον καιρό πρωτοπάρθηκε μέσα στο κράτος η δυτική Αρμενία, με το να μην μπόρεσε νανέβη κανένας διάδοχος το θρόνο της σαν απέθανε ο βασιλέας της ο Αρσάκης. Κι όχι μονάχα διορίστηκε βυζαντινός Κυβερνήτης εκεί αντίς Βασιλέα, παρά κ' η Θεοδοσιούπολη χτίστηκε κι οχυρώθηκε μέσα στη νέα την επαρχία.

Αφού λοιπόν κάμποσο έμεινε εκεί και σπούδαζε ο Συνέσιος, μεταγύρισε στην πατρίδα του, και βρίσκοντας την παραζαλισμένη από τη μια με τις βαρβαρικές φυλές που κάθε λίγο πλάκωναν, από την άλλη με τους απάνθρωπους διοικητάδες που της έστελνε η Κυβέρνηση, αναδέχτηκε νανέβη στην Πρωτεύουσα και να ζητήση την προστασία του Αρκαδίου.

Ακόμα εκαφχιώταν πως ημπόραε, με στοίχημα βαρύ, να πάρη μια μέρα, το καταμεσήμερο, νανεβή στο ξάγναντο απάνου στης Δραμαλούς τη βάρδια. Μια και δυο, να πηδήση την ποριά, να μπη στο περιβόλι. Εκεί θα εκαθόταν το στοιχειό, γερμένο από το κυνήγι του, στον παχύν ίσκιο καμιάς συκιάς αποκάτου να δροσιστή.

Τότε θα κρεμούσα τα μαλλιά μου απ' το παράθυρο και θα τάκανα σκάλα νανεβή ο αγαπημένος μου... Και όλο έκλαιγε, μέσα στο σκοτάδι. Το βασιλόπουλο τράβηξε κατά τα μάτια του. — Θα πάρω πάλι τα γκρεμνά και τα ποτάμια, θα διαβώ τις θάλασσες και τα βουνά, να φύγω μακρυά απ' την κακιά μου αγάπη. Και τράβηξε πάλι μακρυά απ' το σιδερένιο πύργο.

Θυμήσου τι σου έλεγα την άλλη μέρα, Καρλή· την υστερνή, τη μόνη φορά που μου έγραψε, του είπα να μη μου γράψη πια, πως δεν είτανε δουλειά μου και να μη μου μιλήση για τέτοια πράματα. Θύμωσα και δεν έπρεπε να θυμώσω. Έπρεπε γλυκά και με τρόπο να την παρακαλέσω νανεβή στην κάμερή της. Φοβήθηκε πάλε και πάλε μου αράδιασε ψεφτιές. Αν τόλεγε ίσως μπορούσα να την πνίξω.

Ήρθε δεν ήρθε ο Βάλεντας, και παρουσιάζεται μια μέρα ένας Βασιλικός αξιωματικός στον Προκόπιο με μερικούς στρατιώτες και τον προστάζει νανέβη στην Πόλη. Νοιώσαντας πως κακή ώρα τον πρόσμενε, καταφεύγει τότες ο Προκόπιος στ' ακόλουθο τερτίπι. Παίρνει άδεια και πηγαίνει ναποχαιρετήση τη φαμελιά του, ξεφεύγει πίσωθε, βρίσκεται σε λίγο στον Εύξεινο, και κείθε ίσια στο Βόσπορο.

Κι αντίς νανέβη το βήμα και να τους κοπανίση τους κομματικούς εκείνους κ' ίσως αγορασμένους Επισκόπους μ' αντρίκια λόγια, σηκώθηκε και τους μίλησε σαν καλός πνεματικός και τους σύστησε ειρήνη κι αγάπη.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν