United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πού του ήλθε τώρα κι' αυτού η όρεξις να δίδη συναναστροφάς . . . — Δεν είνε δυνατόν, Φρόσω μου, να γείνη αυτό το πράγμα, Εις τον Σουσαμάκην έχομεν ένα είδος υποχρεώσεως· ημείς σχεδόν τον υπανδρεύσαμεν. Σήμερον είνε η επέτειος του γάμου του . . . επομένως πρέπει να πάμε· δεν γίνεται. Όσον δι' αμάξι, στέλλομεν τον Θοδωρή και πιάνειτην στιγμήν ένα· η πλατεία των αμαξών κοντά είνε.

Η χρεία μας μαθαίνει να πέσουμε με παράξενη συντροφιά. — Κουκουλώνομ' εδώ, όσο να ξεθυμάν' η αντάρα. Μπαίνει ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ τραγουδώντας και βαστώντας ένα φλασκί. ΣΤΕΦΑΝ. Εγλύτωσα τη θάλασσα, θα τελειώσω στη στερηά. Αυτός είν' ένας άσχημος σκοπός, για ξόδι. Καλά, ιδού η παρηγοριά μου. Ο ναύκληρος, ο δούλος του, Μ' εμέ και μ' άλλους δυο, Την Χρυσαυγή αγαπούσαμε, Την Φρόσω, την Μαριώ.

Τα είχε μάθει κ' η θεια η Φρόσω τα βρώμικα από κείνη την ταχινή. Μα γνώριζε και τις ενέργειες του Παππά Χαραλάμπη. Ο Εφημέριος μάλιστα σε κείνηνα πρωτοπήγε σα γύρευε το Δημήτρη να τα βολέψη μαζί του. Κ' ίσως να τα γνώριζε από τα πριν η γριά, κάτι θα σοφίζουνταν, κάτι θα προλάβαινε. Σαν κλέφτης μπήκε ο Δημήτρης, και σα μωρό παιδί καμώνουνταν πως δεν είχε πια τίποτις, πως έστρωσαν όλα.

Μόλις είχε τελειώσει την φράσιν αυτής η κυρία Φρόσω, και νέος κρότος αμάξης έπαυσε προ της θύρας της οικίας Παρδαλού. Ήτο η άμαξα, ην μετά πολλού κόπου κατώρθωσε να εύρη ο ταλαίπωρος Θοδωρής. Δεν περιγράφομεν την απελπιστικήν και σπαραξικάρδιον τριωδίαν μεταξύ αμαξηλάτου, ζητούντος αδράν αποζημίωσιν επί τω ματαίω κόπω.

— Α! Δημητράκη, . . λέγει, μόλις κατορθούσα να αρθρώση τας λέξεις, σε βεβαιόνω . . . μεγάλο ήτον το χατήρι σου απόψε . . . να υποφέρω όλον αυτόν τον κόπον, διά να 'πάγω να πιω το τσάι του Σουσαμάκη σου! — Έννοια σου, Φρόσω μου, απαντά ο Παρδαλός πονηρώς, έννοια σου, και δεν θα πιης μόνον τσάι απόψε εις του Σουσαμάκη.

Γνωστικιά γυναίκα, η κερά Φρόσω. — Τις απομάντευα τις συφορές αυτές, έλεγε, τις είδα και στα νιάτα μου, Θεός το ξέρει και πόσες ακόμα φορές θα τα ξαναδώ και θα τα ξαναθρηνήσω. Σηκώθηκε τότες είχε δεν είχε ο Μιχάλης κ' έτρεξε να πάη να βρη το κορμί. Αδύνατο στάθηκε. Νανέβη ως τα Τούρκικα, δεν του φάνηκε και πολύ γνωστικό, και δεν το συλλογίστηκε άσκημα.

Ο Ορέστης ξεύρει και κάμνει τα πράγματα καθώς πρέπει . . . θα μας έχη και σάντουιτς και κρασάκι και φρούτα . . . — Πού το ξεύρεις; υπολαμβάνει ηπιώτερον η κυρία Φρόσω, ήτις, λαίμαργος φύσει και πολυφάγος, ήρχιζε να συγχωρή εις τον Σουσαμάκην την συναναστροφήν του χάριν του δείπνου του. — Το ξεύρω, διότι τον είδα σήμερον το πρωί εις την αγοράν και εψώνιζε.

« Φρόσω · καλλίτερα » Νάχες πεθάνει, » Και να μην έβγαινες » Μεςτο σεργιάνι.» « Τα τόσα κάλλη σου Κι' η ωμορφιά σου » Σ' έκαμαν κι' άφησες » Και τα παιδιά σου.» « Αυτή, φροσύνη μου, » Η ωμορφιά σου, » Σ' έφαγε, χάλασες » Την παρθενιά σου.» « Τι σου χρειάζετο, » Φρόσω καϋμένη, » Συ του Μουχτάρ-πασσά » Νάσαι ερωμένη

Ετελείωσαν το πτωχικόν των δείπνον και έβαλε τ' αδέλφια της να κοιμηθούν, αφού έκαμαν και τα τρία τον σταυρόν των. Πεταχτή, πεταχτή, ητοίμασε και όλα όσα θα εχρειάζοντο το πρωί διά να μην έχη αυτήν την φροντίδα η μητέρα της· λυπημένη και κουρασμένη η μητέρα είχε γύρει και είχεν αποκοιμηθή. Αλλ' η Φρόσω δεν έστρωσε να κοιμηθή και αυτή.

Το ίδιο εκείνο απόγευμα, ο συμβολαιογράφος και η φιλενάδα της μακαρίτισσας ήλθαν να στήσουν τον εργαλειό εις την καλύβα της ΦρόσωςΦρόσω έλεγαν την μικροτέραν από τας τρεις εγγονάςαλλ' η καλύβα ήτο τόσο στενή, ώστε θέσιν δι' αυτόν δεν εύρισκαν. Το μεγάλο κρεβάτι εις την γωνιά έπιανε τον περισσότερο τόπο.