United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Τρέκλας ήτο εξηπλωμένος περαιτέρω επί χθαμαλωτέρου εδάφους, απέχοντος περί τα εκατόν βήματα από του μέρους ένθα απέθηκε τα εργαλεία του ο άνθρωπος. Ήκουσε τον θρουν, είδε την σκιάν του ξένου, και αυτομάτως ανεσηκώθη. — Ποίος είνε; είπεν. Αλλά παραχρήμα εμαζεύθη πάλιν υπό την κάπαν του και εμουρμούρισεν·Αν είνε κλέφτης, τόσο χειρότερα! Τι με μέλει εμέ να ανακατωθώ; Δεν σου τα έλεγα, Χόμο;

Τα είχε μάθει κ' η θεια η Φρόσω τα βρώμικα από κείνη την ταχινή. Μα γνώριζε και τις ενέργειες του Παππά Χαραλάμπη. Ο Εφημέριος μάλιστα σε κείνηνα πρωτοπήγε σα γύρευε το Δημήτρη να τα βολέψη μαζί του. Κ' ίσως να τα γνώριζε από τα πριν η γριά, κάτι θα σοφίζουνταν, κάτι θα προλάβαινε. Σαν κλέφτης μπήκε ο Δημήτρης, και σα μωρό παιδί καμώνουνταν πως δεν είχε πια τίποτις, πως έστρωσαν όλα.

Να μεγαλώση, να την βρω 'ςτό ξέφωτο μια μέρα Να της ανοίξω την καρδιά και να τήνε φιλήσω ... Σήμερα που την εύρηκα ναρχέται από τη βρύσι Και της εγύρεψα φιλί 'ςτά μαύρα της τα μάτια, Εκείνη μου τ' αρνήθηκε, και μούπε αλλού να στρέψω, Γιατί την έχ' η μάνα της μικρούλ' αλλού ταμμένη ... Γι' αυτό θα πάρω τα βουνά, θα πάω να γίνω κλέφτης, Κ' εγώ, που την αγάπησα, εγώ θα να την πάρω.

Και μέσα σε τέτοια ανιστόρητη συφορά, να γυρεύουνε, λέει, παππάδες και διάκοι να τα μπαλώσουνε με ψευτοπαρηγοριές και με κεράσματα. Σκυλί γινότανε να το συλλογιστή μοναχά! Ξεκίνησε πάλε και χώθηκε σαν κλέφτης μέσα στο σπίτι του. Το λυχνάρι, αναμμένο κ' η γριά η πεθερά του στο τηγάνι αντικρύ στης φωτιάς την αναλαμπή.

ΧΡΕΜΗΣ Σε βαγαποντιές τους έλεγε πως πέφτεις• ΒΛΕΠΥΡΟΣ Για σένα; ΧΡΕΜΗΣ Ύστερη δουλειά. Είπε πως είσαι κλέφτης. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μόνος εγώ; ΧΡΕΜΗΣ Μα το θεό, και συκοφάντης. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μόνος, μόνος εγώ; ΧΡΕΜΗΣ Μα το θεό, και όλοι μας συγχρόνως. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Όσο γι' αυτό αντίθετη κανείς δεν έχει γνώμη.

Όσο για την άλλη τέχνη που σ' αρχόντηνε, Λαμπή, να ο Θεός και ας σε κρίνη. Εμένα το παιδί μου είναι χριστιανός και τίμιος άνθρωπος, και ξεύρει να βγάλη το ψωμί του με τον ίδρω του προσώπου του. Έτσι του είπα, γιατί το ήξευρα πως ήταν κλέφτης.

Να γίνη βασιληάς εκεί ελπίζει, ο κλέφτης! ξένους κόπους να κορδίζη! Κυττάχτε σεις που τραγουδείτε στον κάθε άνομο έρωτά μας όλο κακόηχα τραγούδια για τα κρεββάτια τα δικά μας, πως των ανδρών εγώ τους άδικους τους έρωτες με σεβασμό υπομένω• και τώρα πεια ας πέση απάνω τους κάθε τραγούδι καταφρονεμένο, κ' η μούσες όλην την κακογλωσσιά τους ας ρίξουν στα κρεββάτια τα δικά τους.

Είσαι ψεύτης και κλέφτης! Ελαφρός κόλαφος ηκούσθη και συγχρόνως φωνή παραδόξου όντος μελανού την όψιν με μαλλιά ανατσουτσουρωμένα, με αλλόκοτα ράκη ως ενδυμασίαν, αντήχησε·Τι μαλλώνετε, βρε; Τα δύο παιδία αφήκαν συγχρόνως διπλήν πεπνιγμένην κραυγήν και εδοκίμασαν να τραπούν εις φυγήν αφήνοντα το φανάριον κατά γης.

Ο Καραϊσκάκης δεν ήτο πλέον ο άξεστος κλέφτης, ο ζητών αρματωλίκια εν τω βρασμώ της επαναστάσεως, και υβρίζων την κυβέρνησιν της πατρίδος του. Το προ ενός έτους πάθημά του εις Αιτωλικόν είχε μεταβάλει αυτόν καθ' ολοκληρίαν. Από διαβόλου, ως έλεγεν ο ίδιος, είχε γείνη άγγελος, εκδικητής της δεινοπαθούσης χώρας, υπέρμαχος της ελευθερίας ολοκλήρου λαού.

Άπλωσε ο γέρο κλέφτης Κ' επήρε από τη ζώστρα του το φοβερό το χτένι, Το πέρασε δυο τρεις φοραίς, απώνα χέρι σ' άλλο, Με φόβο το ψηλάφισε, το κύτταξε ’ς τον ήλιο, Κ' ύστερα σαν να ευρέθηκε με μιας σε ξένον κόσμο Σαν να λησμόνησε με μιας σκοντάμματα και πάθη, Ένα προς ένα εδιάβαζε τα μυστικά σημάδια Και τα παιδιά ακουρμένονται.