United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΜΛΕΤΟΣ Του ωμιλήσετε σεις; ΟΡΑΤΙΟΣ Εγώ μάλιστα, Κύριε, αλλά δεν αποκρίθη, μόνον, ως μου εφάνη, σήκωσε μια φορά την κεφαλήν και κάπως έδειξε να κινήται ωσάν διά να ομιλήση, όταν ακούσθη ξάφνου της αυγής τ' ορνίθι να λαλήση σφικτά, καιτην κραυγήν του εκείνο τραβίχθη βιαστικά κ' εχάθη απ' έμπροσθέν μας. ΑΜΛΕΤΟΣ Παράδοξο πολύ.

Η νυξ με τα τόσα αυτής μυστήρια, προσετίθει και άλλο τι σκότιον και φανταστικόν εις τον άνθρωπον τούτον. Δεν εφαίνετο εκ του κόσμου τούτου. Ενόμιζέ τις ότι τον είχε γεννήσει η νυξ. Η μόνη σωτηρία του Βράγγη ήτο το να νομίζη ότι ονειρεύεται, ει δε μη, ήθελεν εκβάλει κραυγήν τρόμου.

Σηκωθήτε, ωσάν να εσηκόνεσθε μέσ' απ' τα σάβανά σας, ωσάν νεκροφαντάσματα ελάτ', αυτήν την φρίκην να την ιδούν τα 'μάτια σας! — Τα σήμαντρα κτυπάτε! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι τρέχει, και το σήμαντρον με την φρικτήν κραυγήν του μας κράζει απ' τον ύπνον μας όλους εδώ; Ομίλει. ειπέ! ΜΑΚΔΩΦ Καλή Κυρία μου, δεν είναι να τ' ακούσης εκείνο πώχω να ειπώ· ο ήχος του σκοτόνει, αν έμβη εις γυναικός αυτί.

Ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός εν τω υπερβάλλοντι πόθω του να επανίδη τα πλοία του, εφαντάσθη ότι αυτά κατέπλεον, πλην εξ αβλεψίας, είτε του υιού του, είτε του πηδαλιούχου, επίστευσεν ότι εκινδύνευον, εν ώ εισήρχοντο εις τον λιμένα, να προσαράξουν προς τον απότομον βράχον του Μπουρτζίου, όπου βεβαίως θα συνετρίβοντο και τα δύοθλιβερόν θέαμα — κ' εν τη εξεγερθείση τότε φαντασία του, έβαλε την άνω κραυγήν, επιτάσσων να τα γυρίσουν, διά ν' αποφύγωσι την σύγκρουσιν.

Εις την κραυγήν εκείνην, την εξερχομένην από εκατοντάδας χιλιάδων στηθών, ο Νέρων εστράφη προς τους αυγουστιανούς, με το μελαγχολικόν και καρτερικόν μειδίαμα ανθρώπου, διά τον οποίον οι άλλοι είνε άδικοι και κακοί. — Ιδέτε, είπε, τον τρόπον κατά τον οποίον με εκτιμούν οι Κύρητες, εμέ, και πώς απολαμβάνουσι την ποίησιν! — Τα καθάρματα! απήντησεν ο Βατίνιος.

Εις την ακμήν της πλήρους ενδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ήκουσαν αίφνης αι εις την πεζούλαν καθήμεναι γυναίκες κρότον τινά, ως πλατάγησιν σώματος πίπτοντος εις το ύδωρ, και συγχρόνως πεπνιγμένην κραυγήν και μετ' αυτήν δευτέραν κραυγήν δυνατωτέραν. Αι γυναίκες ανωρθώθησαν αυτομάτως.

Η γυνή η άρρωστη είχεν αφήσει βραχνήν κραυγήν, κ' έτρεξε να κατέλθη τα δύο ή τρία λίθινα σκαλοπάτια της εισόδου, παραπατούσα και μόλις δυναμένη να βαδίζη εκ της αδυναμίας. Πριν αύτη φθάση πλησίον της στέρνας, η Γιαννού είχε πιάσει το μικρότερον κοράσιον, το οποίον της εφαίνετο μάλλον πνιγμένον ήδη, και το έσυρε βραδέως προς τα έξω, με την κεφαλήν πάντοτε επίστομα εις το νερόν.

Είδεν εις την άκραν της στενωπού την ερυθράν ανταύγειαν του φαναριού, αλλά συγχρόνως ήκουσε και τας υλακάς του κυνός κάτω από του χειμαδιού. Και, πράγμα παράδοξον! μετά τόσον τρόμον έβαλεν ο παις κραυγήν γέλωτος ομιλών συγχρόνως: — Αμ το 'ξερα 'γώ! Τα σκυλιά άμα μυρισθούν σκαλικάντζαρο, ζαρώνουν. Ούτε γαυγίζουν διόλου. Και ιδών την ερχομένην κατ' ευθείαν γραίαν: — Νά! εφώναξε.

Οι Αυγουστιανοί εχαιρέτισαν τους λέοντας διά χειροκροτημάτων, το πλήθος τους ηρίθμει με τα δάκτυλα, κατασκοπεύον με άπληστον όμμα την εντύπωσιν, την οποίαν επροξένουν εις τους χριστιανούς τους γονυπετείς εις το κέντρον, οι οποίοι πάλιν επανελάμβανον την κραυγήν των: &υπέρ Χριστού! υπέρ Χριστού!& κενήν εννοίας διά πολλούς και ενοχλητικήν διά πάντας.

Εις όλους τους θεατάς η πάλη εφαίνετο ότι θα παρετείνετο επί πολύ. Και ο άνθρωπος και το θηρίον, ακίνητοι εις την αγρίαν των πάλην, έμενον ως καρφωμένοι επί του εδάφους. Αίφνης, μυκηθμός υπόκωφος και θρηνώδης ανήλθεν από της κονίστρας. Όλων τα στήθη αφήκαν κραυγήν και πάλιν επήλθε σιγή άκρα.