Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Και όμως η συγκεντρωμένη ελπίς της ζωής του ερράγη εις την κραυγήν: «Κύριε, εάν θέλης, δύνασαί με καθαρίσαι». Ταχεία ως ηχώ ήλθεν η απάντησις εις την πίστιν του: «θέλω· καθαρίσθητι». Όλα τα θαύματα του Χριστού υπήρξαν άμα και αποκαλύψεις. Ενίοτε, όταν αι περιστάσεις το απήτουν, ανέβαλλε την απάντησίν Του εις την παράκλησιν του πάσχοντος. Αλλά δεν εβράδυνε ποτέ όταν λεπρός τις έκραζε προς Αυτόν.
Ο μικρός ποιμήν εστέναζε· και στρεφόμενος έβλεπε τον τράγον σείοντα το μεφιστοφέλιον υπογένειόν του επί της οφρύος υψηλού κρημνού και εκπέμποντα νέαν κραυγήν θριάμβου, μπεεε! Από του τράγου δε το βλέμμα του κατέβαινεν εις τας αίγας, αίτινες με προσπάθειάν τινα ερωτοτροπίας ανέτεινον προς τον σουλτάνον εκείνον τους ηλιθίους οφθαλμούς των. Και νέος στεναγμός συνόδευε την σκέψιν του νέου.
Λοιπόν εκείνην την πρωίαν Σαββάτου, περί τας αρχάς Μαΐου, καθώς ηνοίχθη η πόρτα, και εισήλθεν η Ευανθία, η νεαρά διδασκάλισσα, δεν επέρασαν δύο λεπτά, και η μικρή ακόλουθός της, το Ουρανιώ, αφήκε βαθείαν κραυγήν εκπλήξεως· — Κυρία! Κυρία! — Τι είνε; — Ιδέτ' εδώ!... έλα να ιδής. Η νεάνις έκαμε τρία βήματα προς το μέρος όπου την εκάλει η παιδίσκη.
Άμα ιδούσα η Εφταλουτρού την νέαν, δεν παρετήρησεν ούτε το δέμα περί το μέτωπόν της, ούτε την οδύνην ην εξέφραζεν η μορφή της. Έν μόνον είδε. Το κάνιστρον με τα ενδύματα. Τότε δεν έχασε καιρόν, αλλ' έβαλεν ισχυράν κραυγήν, οποίαν μόνον νέα γυνή φωνασκός ηδύνατο να βάλη. — Έλα εδώ! έκραξεν αγρίως η Εφταλουτρού προς την εκείθεν της αιμασιάς γυναίκα, ήτις εμέμφετο αυτήν επί κλοπή.
— Δος μου τώρα λιγάκι το μπουζούκι μου, κυρά Μαριώ, να το τραγουδήσωμε· — Δεν νυστάξατε σεις ακόμη; ηρώτησεν η κυρά Δημήτραινα· αλλά τοσαύτα διά μιας απήντησαν όχι, εις μίαν κορυφωθέντα κραυγήν, ώστε καθησύχασε μεν η μητρική μέριμνα, εξετέλισε δ' αμέσως το παραγγελθέν η συζυγική προθυμία. Το πρωσαχθέν μπουζούκιον ήτο πατρική κληρονομία τον κυρ Δημήτρη.
Αλλά περί το τέλος, όταν η αγωνία Του εκορυφώθη, και, κενωθείς μέχρι των εσχάτων της δόξης εκείνης, την οποίαν είχε προ καταβολής κόσμου, πιών μέχρι βαθυτάτης τρυγός την κύλακα της ταπεινώσεως και της πικρίας, υπομείνας, όχι μόνον δούλου μορφήν ν' αναλάβη, αλλά να υποφέρη την εσχάτην ατιμίαν την οποίαν η έχθρα του όφεως ηδύνατο να επιβάλη εις την εσχάτην αδυναμίαν, εξέφερε την μυστηριώδη εκείνην κραυγήν, ης η πλήρης σημασία ουδέποτε θα κατανοηθή υπ' ανθρώπου.
— Φωνάζουμε κ' εμείς : Ζήτω οι ξυπόλητοι; — Όχι να φωνάξουμε καλλίτερα : Ζήτω οι ξ'σκιζάνιδες! Και διά μιας εφώναξαν όλοι με καθαράν καί διάτορον φωνήν· — Ζήτω οι ξ'σκιζάνιδες! — Σουτ, βρε! έκραξε προς τους παίδας ο Λάμπρος ο Βατούλας· και συγχρόνως αποταθείς προς τους άνδρας, εξηγών ως ειρωνείαν τάχα την κραυγήν, είπε· — Καλά τους εκορόιδεψαν οι δίαυλοι.
Ανεκάθισεν ωχρά εκ του τρόμου της δεινής καταπτώσεως, με λευκά τα χείλη εκ της λιποψυχίας, με οφθαλμούς απλανώς βλέποντας, ως βλέπει εκείνος όστις εκ της ζάλης θεωρεί στριφογυρίζουσαν την γην ως σφονδύλιον, με λυτήν την μαύρην της κόμην, της μανδήλας τη παρασυρθείσης υπό των κλάδων του δένδρου εν τη πτώσει, κ' έβαλε τώρα κραυγήν οξυτέραν, διότι τώρα ησθάνετο της πτώσεως το βαρύ αποτέλεσμα.
Οι σιδηροί κρότοι του αγκυροβολήσαντος ατμοπλοίου κατέπνιξαν την κραυγήν της και ο Λαλεμήτρος ουδέν ήκουσεν. Επλημμύρισαν όμως τα δάκρυα τους μαύρους της οφθαλμούς, αδαμάντινα δάκρυα, της χαρμολύπης το κλαύμα, το οποίον άσπριζε πλέον, θαρρείς, διά παντός, την μαυρισμένην καρδίαν της.
Φύεται δε αύτη εις λίμνην όχι βαθείαν περί την οποίαν και εν τη οποία διατρίβουσι ζώα πτερωτά. Τα ζώα ταύτα ομοιάζουσι πολύ με τας νυχτερίδας, έχουσι κραυγήν απαισίαν και είναι πολύ δυνατά· προφυλάττοντες λοιπόν οι άνθρωποι τους οφθαλμούς των τοιουτοτρόπως, δρέπουσι την κασίαν. Το δε κυννάμωμον συνάγουσι με τρόπον θαυμαστότερον των προρρηθέντων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν