United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έτσι η Χλόη πάλε ευχαριστιότανε κι ο Δάφνης λυπότανε· μα κ' οι δυο παρακαλούσανε να τελειώση γλήγορα ο τρύγος και να γυρίσουνε στους αγαπημένους τους τόπους κι αντίς τις άγριες φωνές ν' ακούνε το σουραύλι ή τα κοπάδια τους να βελάζουν.

Ουχί άπαξ ούτε διά μόνον εν τη ιστορία του κόσμου ο Θεός εφάνη ότι άφησε τους μεγίστους θεράποντάς Του να πιώσι μέχρι τρυγός την κύλικα της δοκιμασίας και του μαρτυρίου πριν ή στεφανώσωσι αυτούς οριστικώς με στέφανον δόξης ακήρατον. Αλλ' εις ουδένα η πειθαρχική αύτη παιδεία ήλθε κατά τρομερώτερον τρόπον ή εις τον Άγ. Ιωάννην.

Τ' αμπέλια κατάντησαν αδιάβατα· ρίχνει το κλήμα πέρα δώθε τις βέργες του με θυμό, σα να οχτρεύεται τον εαυτό του. Ούτε κουδουνολάσι, ούτε φλογέρα λαλεί στα βοσκοτόπια· τρύγοςτραγούδι όχι στ' αμπέλια· θεοίνεράιδες ούτε στα νερά. Περνάς τον κάμπο, σα να περνάς το θάλαμο νεκρού.

Και σαν πλακώση ο άλλος τρύγος ανοίγει τα βαρέλια και ποτίζει τη γη με δαύτο. — Χόρτασε γη μου, της λέει λυπημένα· από να το πιουν ανάξια στόματα, καλήτερα εσύ να το πάρης στα σπλάχνα σου. Ο γέρο Μαλαματένιος μηχανεύεται χίλια δυο πράματα. Κόβει ξύλα και τα πουλεί στα σπίτια· κόβει έλατα και φτιάνει κλειδοπίνακα, βαρελάκια, τσότρες, ξυλοκάνατα.

Αλλά περί το τέλος, όταν η αγωνία Του εκορυφώθη, και, κενωθείς μέχρι των εσχάτων της δόξης εκείνης, την οποίαν είχε προ καταβολής κόσμου, πιών μέχρι βαθυτάτης τρυγός την κύλακα της ταπεινώσεως και της πικρίας, υπομείνας, όχι μόνον δούλου μορφήν ν' αναλάβη, αλλά να υποφέρη την εσχάτην ατιμίαν την οποίαν η έχθρα του όφεως ηδύνατο να επιβάλη εις την εσχάτην αδυναμίαν, εξέφερε την μυστηριώδη εκείνην κραυγήν, ης η πλήρης σημασία ουδέποτε θα κατανοηθή υπ' ανθρώπου.

Κι όταν είχε μπη πια το χυνόπωρο κ' έβιαζε ο τρύγος, όλοι στην εξοχή βρισκόντανε σε δουλειά· ένας διόρθονε τα πατητήρια· άλλος καθάριζε τα βαγένια κι άλλος κοφίνια· ένας ακόνιζε το κλαδευτήρι για να κόβη τα σταφύλια, άλλος εφρόντιζε για πέτρα, που να μπορή να λυόνη τα τσήπουρα των σταφυλιών κι άλλος για ξερή λιγαριά στουμπανισμένη, για να κουβαλάη το μούστο τη νύχτα με φως.

Ήτο ανάγκη να εξέλθη εις την εργασίαν, εις τον αγρόν και εις την σταφίδα και τα γαλιά ακόμη να συντροφεύση. Ήτο εποχή κατά την οποίαν η εργασία είνε εις την ακμήν της· θέρος, τρύγοςπόλεμος!. . . Να εναντιωθή πάλιν εις τον άνδρα της, να φέρη τας αυτάς δυσκολίας τας οποίας έφερεν άλλοτε εθεώρει όλως απρεπές. Ανεγνώριζε το δίκαιόν του.

Κ' ενώ τούτοι έκαναν αυτά, ήλθεν από την πολιτεία δεύτερος μαντατοφόρος κ' επρόσταξε να τρυγάνε τ' αμπέλια το γληγορότερο· κι αυτός είπε, θα μείνη εκεί όσο που να κάμουνε τα σταφύλια μούστο, κ' ύστερα γυρίζοντας στην πολιτεία θα φέρη τον αφέντη, όταν πια θα είναι ο χυνοπωριάτικος τρύγος.