United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σοβαρός και δίκιος, κ' ίσως για δαύτο όχι μεγάλος φίλος της φιλόδοξης Θεοδώρας· γενναίος όμως, ευγενικός και συμπονετικός με τους κατώτερούς του. Αυτός λοιπό με τη στρατηγική του αξιωσύνη τους έσπασε θρούβαλα τους Άντηδες εκείνους στη Θράκη· κ' έτσι σύχασε το κράτος μερικούς χρόνους. Απέθανε ο Γερμανός στα 551, ό,τι τον έστελνε ο Ιουστινιανός να πολεμήση τον Τωτίλα στην Ιταλία.

Έλα Γιαννούλα, πάρετο· κι' όποτε θέλει ο Μήτρος Να πάρη την Αναστασιά, με δαύτο ας την εγγίξη. .............................................. Είκοσι μέραις πέρασαν, σαν χρόνια για το Μήτρο, Κ' έφτασε τ' Άι-Γιωργιού η γιορτή, το μέγα πανηγύρι, Που χέρι-χέρι νηαίς με νηούς κρατιούνται και χορεύουν. Η αράδα της Αναστασιάς εσύντυχε το Μήτρο.

Η φιλοσοφία αυτή, αν και καθώς είπαμε ξεπεσμένη, δεν είταν κι όλως διόλου σοφιστική. Για δαύτο κι όσοι είχαν κεφάλι γερό, καθώς ο Αθανάσιος, δε δυσκολευτήκανε να διαλέξουν τα γερά τους στοιχεία και να δυναμώσουνε μ' αυτά τη Χριστιανωσύνη.

Αν δεν ήταν αυτός, ποιος ξέρει; Μπορεί να το είχαν ακόμα οι νταυλοκαλογέροι και να κερδοσκοπούσαν με δαύτο. . . . Είχε πολλά χρόνια ψάλτης ο Κώστας ο Αρλέτης· μα δεν ήταν περισσότερο από τους άλλους θρήσκος. Ήταν ψηλόσωμος, ροδοκόκκινος, αράθυμος και χαροκόπος παλάβρας· με τη φωνή του μπορούσε ν' αποστομώση όλες τις καμπάνες του χωριού. Κι' αυτό ήταν το καύχημα του, η περηφάνεια του.

Τον αγαπούσε, και μάλιστα, καθώς είδαμε, σαν είδος αδερφή του. Έτσι τον είχε και στο νου του και στην καρδιά του, σα γυναίκα. Για δαύτο δα το θάρρειε και χρέος του να τονε νοιάζεται και να τον αρμηνεύη. — Έχω να σου πω και να σου πω, Δημητράκη μου, κάνει ο Μιχάλης, που θα γενή περιβόλι η καρδιά σου.

Ως και στις χλωρασιές απάνω τάβλεπες τα πρόβατα κ' έβοσκαν αναπαμένα κι αυτά, σα να μην έτυχε τίποτις. Το τουφέκι ως τόσο πάντα στον ώμο.! Πού να ταφήση Κρητικός το τουφέκι, που με δαύτο γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αν είνε πράμα που να τους συμπονάει άνθρωπος τώρα που βλέπουν οι δύστυχοι χαραυγή άσπρης μέρας, είνε που δε θα κρέμεται πια το Μαρτίνι κι ο Γκρας πίσω από τον ώμο τους.

Να με συχωρέσης να σου θυμήσω τώρα και μερικά λόγια τον Γεροδήμου που έχουνε, θαρρώ, κάποια συγγένεια με το ζήτημα: «Όσοι μας είπαμε και γράψαμε πως δεν έχει &βάθος& ο Ρωμαίικος ο χαρακτήρας, πως του λείπει ο αληθινός ενθουσιασμός, το θρησκευτικό εκείνο το χρώμα που ξεχωρίζει του Βορεινού λαού την κάθε ιδέα, την κάθε αγάπη, και πως για δαύτο και &Τιμή& τι πάει να πη δεν το καλονοιώθουμε, όμως όσοι τα ψυχολογήσαμε όλ' αυτά δεν τον αναλύσαμε τον Εθνικό χαρακτήρα καθώς του άξιζε, και τον αδικήσαμε.

Αφού είδε κι άκουσε αυτά, σηκώνεται χάραμα· κι άμα επρόσταξε να ετοιμαστή πλούσιο τραπέζι από ό,τι βγάνει η γις, η θάλασσα κ' οι λίμνες και τα ποτάμια, εκαλούσε όλους τους Μιτυληνιούς αρχόντους. Κι όταν πια ήτανε νύχτα κ' είχε γεμιστή το κροντήρι, που κάνουνε με δαύτο σπονδές στον Ερμή, ένας δούλος φέρνει μέσα σε δίσκο ασημένιο τα σημάδια· κι αρχίζοντας από δεξιά τάδειχνε σ' όλους.

Σου χαρίζω και το σουραύλι, που με δαύτο, παραβγαίνοντας στο τραγούδι ενίκησα πολλούς γελαδάρηδες και γιδάρηδες. Κ' εσύ για πληρωμή μου κ' ενώ ακόμη ζω φίλησέ με και πεθαμένο κλάψε με. Κι αν ιδής άλλονε να βόσκη τα βόιδια μου, θυμήσου με. Σαν είπε αυτά ο Δόρκωνας και φίλησε το στερνό φιλί, τούφυγε η ψυχή με το φιλί και τη λαλιά.

Κι ο Δάφνης, άμα έγινεν ησυχία, επήγε στον κάμπο όπου έβοσκαν και μήτε τα γίδια βλέποντας, μήτε τα πρόβατα συναπαντώντας, μήτε τη Χλόη βρίσκοντας, παρά ερμιά μεγάλη και πεταμένο το σουραύλι, που με δαύτο ουνήθιζε να διασκεδάζη η Χλόη, φωνάζοντας δυνατά και κλαίοντας θρηνητικά, πότε έτρεχε κατά τη βαλανιδιά, όπου εκάθονταν, πότε κατά τη θάλασσα για να ιδή τη Χλόη και πότε στη σπηλιά των νυμφών, όπου είχε ζητήσει προστασία, όταν την έπιασαν.