Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Κάτι άγρια πουλιά επέρασαν από 'πάνω μου, ένα κοπάδι, και τα είδα με απελπισίαν. Μ' εφοβήθηκαν! Εκρύωνα. Εζάρωσα εις την σπηλιά και είπα: — Έρμαις εληαίς! Και απόμεινα εκεί όπως με ηύρατε. Λίγο ακόμα, και θα τελείωνα με της παληοεληαίς, Κολλήγα! — Μη της ξαναλές πλεια, Κολλήγα. Ας πάνε στο καλό. Είσαι όμως και λίγο αράθυμος. Ο ποιμήν δεν ηθέλησε να τον αποκαλέση φιλάργυρον.
Παρακαλώ, τα δάκτυλά σου μάκρυνε απ' τον λαιμόν μου· αν κ' εγώ δεν είμαι αράθυμος και προπετής, αλλ' όμως κάτι επικίνδυνον έχω, 'πού σε συμβουλεύω, αν είσαι συνετός, να το φοβήσαι. Κάτω το χέρι σου! ΒΑΣΙΛΕΑΣ Χωρίστε τους. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αμλέτε, Αμλέτε! ΟΛΟΙ Ω Κύριοί μου, — ΟΡΑΤΙΟΣ Κύριέ μου, να ησυχάσης. ΑΜΛΕΤΟΣ Και πώς; εις τούτον τον αγώνα θα παλαίσω εγώ μ' αυτόν όσο κινώ τα βλέφαρά μου.
Αλλ' όμως ο αράθυμος Τυβάλτης δεν ακούει, κι αντί τα λόγια του αυτά να τον καθησυχάσουν, 'ς του Μερκουτίου χύνεται το στήθος το γενναίον με το σπαθί του το γυμνόν. Κ' εκείνος αναμμένος το σίδερον 'ς το σίδερον αμέσως αντικρύζει, και μ' ένα χέρι πολεμά τον θάνατον να διώξη, κ' εις τον Τυβάλτην προσπαθεί με τ' άλλο να τον δώση κι αυτός πασχίζει τεχνικά να του τον στείλη 'πίσω.
'ς το πλοίο τ' άλογά 'στρεψεν, εις τ' ακρογιάλι, και όλα 205 τα ωραία δώρα εσήκωσε και τα 'θέσε 'ς την πρύμνη, τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που του 'δωσεν ο Ατρείδης• κ' ευθύς τον εσυμβούλευσε με λόγια πτερωμένα• «Συ τώρ' αναίβα με σπουδή κ' ειπέ και των συντρόφων, πριν εγώ φθάσω σπίτι μου και όλα τα μάθη ο γέρος. 210 ότ' η καρδία μου και ο νους τούτο καλά γνωρίζουν• ως είναι αυτός αράθυμος, δεν θα σ' αφήση, θα 'λθη να σε καλέση, και άπρακτος, θαρρώ, δεν θα γυρίση. και, μ' όσα ειπής, ακράτητος θε να 'ναι 'ς τον θυμό του».
Τι να κάμουν; Αν καμιά φορά βρέθηκε κανένας πιο αράθυμος και θέλησε να μιλήση για την παλιά του κατάσταση, πήγε συφάμελος στο φάλαγγα και στην κρεμάλα. Σουτ! και σ' έφαγα. ... Μ' έφαγες σ' έφαγα έτσι πάει ο κόσμος. Μα κι απ' το πολύ φαγί αρρωσταίνει κανείς όπως κι από τη νηστεία. Η γενιά του Χαγάνου χάλασε με την καλοπέραση. Από τους δυνατούς πατεράδες βγήκανε κακά κι ανάποδα παιδιά.
Όχι, σου λέγει, είνε χοντρός κάβος και χύνει το βουνό κ' έρχεται ο Θρακιάς από πάνω και βγάζουν αψάδα οι Βελανιδιώτισες! Κολοκύθια! Μωρέ τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν άνεμοι... — Μα ποιοι τις κάνουν, διάολε, πες μας λοιπόν! εφώναξεν ανυπόμονα ο Αλέξης Σκιαθίτης αράθυμος πάντα.
Όσο προχωρούμε στη ζωή, τόσο το χαλκιάδικο που κλειούμε στην ψυχή μας σφυρηλατεί αλυσίδες. Και τι αλυσίδες, Θεέ μου! δυνατές κι άλυτες, σαν του Ηφαίστου το δίχτυ γύρω στους θείους μοιχούς. Ο αράθυμος πολεμιστής, που κρύβει καθένας μέσα του, μπουχτίζει της Αφροδίτης τα κάλλη και θέλει να πετάξη στους γαλάζους κόσμους της γνώσης και της σπουδής. Μα του κάκου αγωνίζεται!
Αν δεν ήταν αυτός, ποιος ξέρει; Μπορεί να το είχαν ακόμα οι νταυλοκαλογέροι και να κερδοσκοπούσαν με δαύτο. . . . Είχε πολλά χρόνια ψάλτης ο Κώστας ο Αρλέτης· μα δεν ήταν περισσότερο από τους άλλους θρήσκος. Ήταν ψηλόσωμος, ροδοκόκκινος, αράθυμος και χαροκόπος παλάβρας· με τη φωνή του μπορούσε ν' αποστομώση όλες τις καμπάνες του χωριού. Κι' αυτό ήταν το καύχημα του, η περηφάνεια του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν