United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέω την παλιά την αμαρτία, που ηύρε ταχιά την τιμωρία μα κι ως την τρίτη τη γενιά βαστά· όταν ο Λάιος -πεισματικά του Απόλλωνος, που του είπε τρεις φορές απ’ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικά από βαρειές να σώση συμφορές την πόλη του, πεθαίνοντας δίχως παιδιά

Ήταν ο δικαστικός κλητήρας, ένας αστός αδύνατος με μαυριδερό πρόσωπο από τα γένια του που δεν τα είχε ξυρίσει εδώ και οχτώ μέρες. Κρατούσε ένα μακρύ χαρτί διπλωμένο στα δυο. Ανασήκωσε το πρασινωπό σκληρό καπέλο του από το φαλακρό του κεφάλι, κοίταξε τη Νοέμι και είπε διστακτικά: «Δεν είναι εδώ η ντόνα Έστερ;» «Όχι» «Θα ήθελα…. θα ήθελα να της εγχειρίσω αυτό.

Μα πια το κλάμα ο θεϊκός σα χόρτασε Αχιλέας, 513 τότες σηκωθή οχ το θρονί, και σήκωσε απ' το χέρι 515 το γέρο — τ' άσπρα του μαλλιά πονώντας, τ' άσπρα γένιακαι με φωνή ήμερη του λέει διο φτερωμένα λόγια «Α δόλιε, ναι πολλά η ψυχή σούπιε πικρά φαρμάκια!

Όχι και πολύ· στην εποχή που το μετόχι μας έφτανε κάτου στη Μεσοποταμία. Έπειτα ήρθαν οι Τσιμισκήδες, οι Κομνηνοί, οι Φωκάδες, οι Βουλγαροχτόνοι. Να εδώ· βλέπεις; — Ναι· τι μεγάλο ποτάμι! και μέσ' στα κύματά του κυλάει κεφάλια. Τι άσκημα κεφάλια που είνε! — Είνε Βουλγάρικα. Τάκοψε ο Βασίλειος κι από τότε η γενιά του Θεομίσητου δούλευε σκλάβα στη δική μας. — Τι αθάνατοι! εψιθύρισε ο Δημητράκης.

Συλλογίστηκε λιγάκι κ' ύστερα ξανάρχισε: — Τι ελέγαμε; Για τις καλωσύνες. Καλωσύνες, π' ανάθεμά τες. Καλωσύνες. Μια γενιά καλωσύνες, μια γενιά φαρμάκια. Ήρθε ο πατέρας μου, θεός σχωρέσ' τον. Ένα ορφανό έρημο, παραπεταμένο, κλωτσημένο απ' τον κόσμο, απ' τον κόσμο πούφαγε ψωμί στο πατρικό του. Μοναχός του έγινε άνθρωπος. Με τα χέρια του, με τον ιδρώτα του, με τη δουλειά του.

Εδώ θα ρέψεις, κι' η γενιά ας σου βαστά απ' τη λίμνη 390 τη Γύγια, οπούχει γονικό μετόχι σας στην άκρη, κοντά στου Χύλλου τα νερά, στα κύματα του Χέρμου

Αν όμως είσαι απ' τους θνητούς που τρων της γης το σπέρμα έλα κοντά να μπεις γοργά στου Χάρου τα πλεμάτιαΚι' ο Γλάφκος πάλε απάντησε και του Διομήδη, τούπε «Τι τη γυρέβεις τη γενιά, λιοντόψυχε Διομήδη; 145 Ξέρεις των φύλλων τη γενιά; και των θνητών την ξέρεις.

Πάνε καλά τα πιότερα στις έξι πύλες· την έβδομην, ο σεβαστός εβδομαγέτης ο άναξ Απόλλων διάλεξε για να εκδικήση επάνω στου Οιδίποδος τη γενιά τώρα του Λάιου τις παλιές τις κακοκεφαλιές του. ΧΟΡΟΣ Τι νέο πάλι να ’τυχε πράμα στην πόλη; ΑΓΓΕΛΟΣ Ο ένας τον άλλο σκότωσε και πάνε εκείνοι ΧΟΡΟΣ Τι; Ποιοι; Τρελλαίνομ’ απ’ των λόγων σου το φόβο. ΑΓΓΕΛΟΣ Βάστα το νου σου κι άκουγε· οι γυιοί του Οιδίπου

Μια δίνει ο Κοπρούλας, ο πελώριος ο βοϊδολάτης με τη λερή πουκαμίσα και τα κόκκινα γένια τα στρυφτά, τον απόλυσε το Λιάρο. Λεφτερωμένος τόρα από τα δεσμά, που τούσφιγκαν πριν τα κέρατα, εχύμησε μ' ορμή κατάμπροστα. Επήδησε στις δυο ελιές ανάμεσα, να σμίξη πέρα τάλλα του συντρόφια. — Φραπ, φραπ! ετινάχτηκε ζερβόδεξα η θηλιά κ' εκαργάρησε στω δυο ελιών τις ρίζες.

Πολύ πιο σωστό είναι να μην αρνηθώ τη γενιά μου· τότες με σέβεται κι ο κόσμος. Εμένα με φτάνει που με δείχνετε τόση καλοσύνη, με φτάνει που καταδέχεστε και μ' ακούτε. Δεν είναι δουλειά μου να βγάλω σήμερα στη μέση τέτοια ζητήματα. Ήθελα μόνο και μόνο να σας μιλήσω για κάτι ζητήματα της γλωσσικής μας ιστορίας.