United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρόμοια κι η γλυκιά, η μαλακή κι ήμερη εκείνη προφορά τους, όντας μιλούν κι όντας τραγουδάνε. Ξεχωρίζουν όμως κ' η μία από την άλλη κατά την ωμορφιά και τα σημάδια του κορμιού των.

Δε μου λες, είπε στον αδερφό μου τον μικρότερο, τι δράμα είδεν η Παναγία τη νύχτα που εγέννησε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν; Α, δεν το ξέρτε! επρόσθεσε με ήμερη φωνή. Μα δεν φταίτ' εσείς· φταίω εγώ που δεν σας το έμαθ' ακόμη. Έγινε πέρα στην Ανατολή, τον τόπο τον παράδοξο. Ποιον χρόνο δεν σας λέγω. Φτάνει να μετρήσετε τον φετεινό και το βρίσκετε αμέσως.

Έχοντας και τη συνήθεια να ρίχνη κατά πίσω την κεφαλή του και να διπλώνη κάπως τον τράχηλο, τον παρονόμασαν Τραχηλά. Φωνή γλυκεία κ' ήμερη, στάσιμο παλικαρήσιο και στρατιωτικό. Ποτές δεν έλειπε το κοντάρι από το χέρι του, καθώς μήτε το κράνος από την κεφαλή του, καταστόλιστο με πετράδια και τριγυρισμένο με την κορώνα· σύστημα που πρώτος το πήρε από τους Ασιανούς.

Και άμ' είπε τούτο ιδού πουλί επέταξε δεξιά του, 160 αετός, που 'χετα νύχια του λευκή χήνα μεγάλη, ήμερη μέσ' απ' την αυλή• και με φωναίς κατόπι γυναίκες και άνδρες έτρεχαν• κ' εκείνο εμπρός 'ς τ' αμάξι δεξιά των νέων πέρασε σιμά πτεροκοπώντας. είδαν κ' εχάρηκαν αυτοί• και όλοι χαρά το πήραν• 165 τότ' είπεν ο Πεισίστρατος• «Μεγάλε βασιλέα, Μενέλαε διόθρεπτε, συ σκέψου αν το σημάδι τούτ' έδειξ' ο θεόςεμάς ή προς τον εαυτόν σου».

Κ' έγεινε η Πόλη τόσο ήμερη και καλή, που τώρα είναι πιο εύκολο να καταπιή Πατριάρχης την πατερίτσα του, παρά να ξαναρχίση Πολίτης τέτοιο παράνομο τόλμημα. Ας περάσουμε από την ταπεινή αυτή θύρα, κι ας μπούμε στο ταπεινό μας το χτίριο με το μεγάλο τόνομα.

Έβλεπα με τα μάτια ορθάνοιχτα και δεν ήθελα να πιστέψω πώς η θάλασσα εκείνη, ήμερη τόρα, μια νύχτα πριν ήταν τόσο άγρια και μανισμένη· πώς εκείνες οι στεριές τόσο γελαστές, λίγο έλειψε να γίνουν μνήμα μας παντοτεινό κ' εκείνοι οι ολόχρυσοι άμμοι που έλαμπαν αδερφωμένοι με τον ασημένιον αφρό, θα εχρησίμευαν για θλιβερό μας σάββανο! Η γολέτα ήταν Γαλαξειδιώτικη του καπετάν Καρέλη.

Από τα γλαφυρά λαιμοτράχηλα εκατέβαινε κ' έσφιγγε το κορμί ολόχρυσος θώρακας λεπιδωτός κ' επρόβαλε στο αριστερό την ασπίδα κ' έπαλλε στο δεξί τη Μακεδονική σάρισσα. Δεν είχα συνέρθη από την απορία και φωνή γλυκειά ήμερη και μαλακή, σαν το μονότονο ψιθύρισμα προαιώνιας βρύσης άκουσα να μου λέγη: — Ναύτηκαλεναύτη. Ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος; Ο βασιλιάς Αλέξανδρος! εψιθύρισα με περισσότερη απορία.

Παρόμοια κι η γλυκιά, η μαλακή κι ήμερη εκείνη προφορά τους, όντας μιλούν κι όντας τραγουδάνε. Ξεχωρίζουν όμως κ' η μία από την άλλη κατά την ωμορφιά και τα σημάδια του κορμιού των.

Μα πια το κλάμα ο θεϊκός σα χόρτασε Αχιλέας, 513 τότες σηκωθή οχ το θρονί, και σήκωσε απ' το χέρι 515 το γέρο — τ' άσπρα του μαλλιά πονώντας, τ' άσπρα γένιακαι με φωνή ήμερη του λέει διο φτερωμένα λόγια «Α δόλιε, ναι πολλά η ψυχή σούπιε πικρά φαρμάκια!

Έτσι είπε, κι' αναγάλλιασε ο τρομερός Διομήδης. Τ' όπλο του κάρφωσε στη Γης που θρέφει κάθε πλάσμα, κι' έτσι είπε μ' ήμερη φωνή στο στρατολάτη Γλάφκο «Βλάμη μου σ' έχω πατρικό απ' τα παλιά τα χρόνια. 215 Γιατί ο Βοινέας μια φορά στο σπίτι το λεβέντη Βελλεροφόντη ως είκοσι φιλοξενούσε μέρες. Μάλιστα οι διο τους κι' άλλαξαν πανώρια θυμητάρια.