United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις έσφιγγε στα χέρια του ένα κομμάτι ψωμί και του φαινόταν πως έσφιγγε την ίδια του την καρδιά ταραγμένη από τις αναμνήσεις. «Και λένε πως πιστεύουν στο Θεό, αυτές! Γιατί δεν μ’ αφήνουν να παντρευτώ την γυναίκα που αγαπώ;» «Πάψε, Τζατσίντο! Μη μιλάς έτσι γι’ αυτές! Το καλό σου θέλουν.» «Να μ’ αφήσουν τότε να κάνω κι εγώ την οικογένειά μου.

Και το βιολί, το λαγούτο, το νάι έχυναν περίγυρα ήχους αρμονικούς, τρελούς, λέγεις και ήθελαν να σπείρουν την αγαλλίασι στα τετραπέρατα. Εγώτι να σου ειπώ; — δεν εχαιρόμουν καθόλου. Καθισμένος κατάνακρα έβλεπα τη θάλασσα να φτάνη στα πόδια μου και κάποια θλίψις μου έσφιγγε την καρδιά. Έπειτ' από χρόνια έβλεπα την πρώτη μου αγάπη, νέα πάλι, ωραία, γαλαζοντυμένη, γελαστή, χαρούμενη.

Διάβασα μερικές αράδες, μετά το πήρα από το ντουλάπι, σήμερα…. Είναι δικό μου, είναι της μητέρας μου, είναι δικό μου… Δεν αξίζει σ’ αυτό το γράμμα να βρίσκεται εκεί…» «Τζατσίντο! Δώστο μουείπε ο Έφις απλώνοντας τα χέρια. «Δεν είναι δικό σου! Δώστο μου: θα το επιστρέψω εγώ στις κυράδες μου.» Ο Τζατσίντο όμως έσφιγγε το γράμμα μέσα στα χέρια του και κουνούσε το κεφάλι.

Αισθανόταν το κεφάλι της κουδούνι απ’ αυτήν την ασυνείθιστη αγαλλίαση που της έκανε σχεδόν τρόμο . . Σαν αντίκρυσε τα μάτια της Βεργινίας που είχε ανασηκωθή στο προσκέφαλο κ’ έσφιγγε με το χέρι το στήθος της, τα ρόδα του προσώπου της μονομιάς ξεφύλλισαν. . της ήρθαν τα κλάματα κ' έπεσε στα πόδια του κρεββατιού με το πρόσωπο μες τις κουβέρτες Πήγε ο Νίκος κοντά της να της πη πως δεν τόθελε να την πικράνη.

Και χάμου αφτοί ξεπέζεψαν ν' ακουρμαστούν το λόγο που τους μιλούσε ο Έχτορας, στα χέρια του κρατώντας κοντάρι ως έντεκα πηχών, με το χαλκένιο στόκο πούλαμπε ομπρός κι' ολόχρυσο τον έσφιγγε ζουνάρι. 495 Σ' αφτό ακουμπώντας έπιασε ναν τους μιλήσει κι' είπε «Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι!

Κ' η Λιόλια το κρατούσε στην αγκαλιά της ολημέρα: κι αλήθεια σαν κούκλα ήτονε μέσα στα χέρια της που κι αυτή κοριτσάκι ήτον ακόμα κ' έδειχνε σαν κοριτσάκι πούπαιζε κ' έκανε τη μητέρα. . . Και την έσφιγγε η Λιόλια που δεν έπαιζε ποτέ της κούκλες την κερένια της την κούκλα μ' όλο το πάθος που αισθάνονται τα κοριτσάκια για τις μεγάλες κούκλες τους.

Ο Τζατσίντο δεν ξέχασε ποτέ τα μάτια του Έφις εκείνη τη στιγμή: μάτια που έμοιαζαν να ικετεύουν από το βάθος μιας αβύσσου, ενώ το χέρι που έσφιγγε το δικό του τον τραβούσε προς τα κάτω, προς τη γη, και το σώμα του υπηρέτη διπλωνόταν και σιγά σιγά κατέρρεε. Εκείνος όμως σιωπούσε. Ο Έφις του άφησε το χέρι, διπλώθηκε και έπεσε.

Νομίζω ότι μάλωσαν, γιατί όταν βγήκε από εκεί τα μάτια του ήταν κόκκινα, σαν να είχε κλάψει. Η Γκριζέντα τον κοίταζε και γελούσε, αλλά έσφιγγε τα δόντια. Εκείνος είπε: είναι η τελευταία φορά που με βλέπουν.» Ο Έφις δεν έκανε άλλες ερωτήσεις.

Κι' όμωςκάποια παράδοξη ζέστα νοιώσαμε στην ερημιά εμείς οι έρημοι. Κάποια παράδοξη χαρά δοκιμάσαμε βυθισμένοι στην απέραντη αδιαφορία της πλάσηςπου μας έσφιγγε με στοργή, χωρίς να γνωρίζη ούτε μας, ούτε τον εαυτό της! Δυο κατσίκια πήδησαν μπροστά μου στη χλόητάχα ποιος να μου στέλνη αυτό το δώρο στα παιδιάτικα χρόνια μου που πέρασαν ;

Ναι. . . θα σου πάρω!. . . εψιθύρισεν αφηρημένος. Κ' ενώ έσφιγγε τον μικρόν εις τας αγκάλας του, εμακάριζε τους αποθανόντας συντρόφους κ' ηύχετο να τους επανεύρη ταχέως. Το έβλεπε τεθλιμμένος ο Χειμάρρας, ότι δεν ήτο θέσις δι' αυτόν πλέον εδώ. Νέα εποχή ήρχισε, νέα ονόματα, νέα όπλα. . . Νέοι θεοί κατέβησαν εις την γην της Ελλάδος!. . .