United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μον έλα πάψε! κι' άσ' τη εκεί τη σπάθα στο φηκάρι. 210 Μα αν θες με λόγια, στόλισ' τον όσο ζητά η καρδιά σου, γιατί το λόγο που θα πω θαν τόνε δεις να γίνει· για αφτή την προσβολή διπλά και τρίδιπλα μια μέρα δώρα θα λάβεις· μοναχά βαστάξου κι' άκουσέ μας

Κανείς δεν το ξαίρει ακόμα αυτό το δυστύχημα· βρέθηκα μονάχη μου εδώ μέσα. Έπεσε απάνω στα χέρια μου. Να, κοιτάχτε τον πώς είνε ξαπλωμένος μακρύς πλατύς στην πολυθρόνα. ΜΠΕΛΙΝΑ Δόξα σοι ο Θεός! Εγλύτωσα πεια απ' αυτό το βάρος. Τι βλάκας που είσαι, Τουανέττα, να λυπάσαι έτσι για ένα τέτοιο θάνατο! ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ενόμιζα, κυρία μου, πως έπρεπε να κλαίω. ΜΠΕΛΙΝΑ Πάψε, πάψε, δεν αξίζει τον κόπο.

Και πάψε να υποκρίνεσαι, γιατί δεν έχουμε πια τίποτα να σου δώσουμε. Κατάλαβες, άθλιεΤότε ο Τζατσίντο τον κοίταξε κι αυτός με τη σειρά του από κάτω προς τα επάνω, με κακία και έκπληξη συνάμα, σήκωσε πάλι τα χέρια και φάνηκε σαν να ανυψώνεται από τη γη ορμώντας ολόκληρος κατά του Έφις, σαν τον αετό στη λεία του.

Αν είσαι παλικάρι εσύ, θέϊσσα αν έχεις μάννα, 280 μα σούναι αφτός ανότερος, τι πιο πολλούς ορίζει. Μα έλα, Αγαμέμνο, πάψε εσύ! Ναι, χάρη σ' το γυρέβω, μη το θυμό του, ας άναψε, συνεριστείς, που πάντα σαν κάστρο αυτός ασάλεφτο μας στέκει στους πολέμουςΤότες του λέει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος 285 «Ναι, γέροντα, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια.

Ο Έφις έσφιγγε στα χέρια του ένα κομμάτι ψωμί και του φαινόταν πως έσφιγγε την ίδια του την καρδιά ταραγμένη από τις αναμνήσεις. «Και λένε πως πιστεύουν στο Θεό, αυτές! Γιατί δεν μ’ αφήνουν να παντρευτώ την γυναίκα που αγαπώ;» «Πάψε, Τζατσίντο! Μη μιλάς έτσι γι’ αυτές! Το καλό σου θέλουν.» «Να μ’ αφήσουν τότε να κάνω κι εγώ την οικογένειά μου.

«Βασίλισσα Ιζόλδη, δε θυμάστε το μεγάλο δράκοντά που σκότωσα στον τόπο σας; Έκρυψα τη γλώσσα του στη μπότα μου, και ολόκαυτος από το φαρμάκι, έπεσα χάμω κοντά στο έλος. Ήμουνα τότε ένας θαυμάσιος ιππότης!. . . . Και περίμενα το θάνατο όταν ήρθατε σεις και με βοηθήσατε». Απάντησε η Ιζόλδη: «Πάψε, μη βρίζης τους ιππότες. Είσαι ένας βρωμοτρελλός από γέννησή σου.

Ου, καϋμένε! πάψε πια τις σαχλαμάρες κι ανάγκασε. Δε βλέπεις που μας πήρε η νύχτα! — Σαχλαμάρες. ... σαχλαμάρες... μα τι οργή Θεού τούτος ο κόσμος! και την πιο φανερή αλήθεια τη σιχαίνεται!. .. Ο γέρο Μαλαματένιος σήκωσε πάλι στο νώμο τον αργαλειό και πήρε τον κατήφορο. Σήκωσε κ' η γριά του το μπόγο κι' άρχισε να κατεβαίνη τρικλίζοντας κι αγκομαχώντας.

Πάψε... Γέρο Διαμάντη, Δος μου το μήλι σου να ιδώ.. Μην κρένης... ξεστηθώσου.. Καλά σου την εφύτεψαν... Ο χάρος από τρίχα... Ξανθό.. Φρυμμένη πηγανιά... Ό,τ' είναι... Τώρα πες μου. — Θανάση, μας εχάλασαν... Δεν είχε σκάση ο ήλιος, Που εχύθηκε ο Ομέρπασας... Χτυπάει το Δυοβουνιώτη Και τόνε πέρνειτο φτερό.. Δεν έπαιξε λεπίδι...

Γιε μου, καλά έχουνε πη: «η τρέλλα δεν είναι αντρεία». Περίμενε λίγο! .. .» Όταν πήδησε ο Τριστάνος από το γκρεμό, ένας φτωχός άνθρωπος του λαού τον είδε να σηκώνεται και να φεύγη. Έτρεξε στο Τινταγκέλ και γλύστρησε ως το δωμάτιο της Ιζόλδης. — Βασίλισσα, πάψε πεια τα κλάμματα. Ο φίλος σου ξέφυγε. — Δόξα τω θεώ, είπε η Ιζόλδη.

Ο άρρωστος σήκωσε το δείχτη νεύοντας όχι. «Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνω, αφήστε με να πεθάνω σαν υπηρέτης.» «Μπροστά στο Θεό δεν υπάρχουν ούτε υπηρέτες ούτε αφεντικά», είπε η ντόνα Έστερ και ο ντον Πρέντου έσκυψε και έκανε να τον σηκώσει στην αγκαλιά του. «Πάψε, χαζέ. Πάψε