United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτανε δειλός, αλλά τόση είναι η δύναμις της αγάπης, ώστε κάθε πρωί παραμόνευε για να σκοτώση το θερίο. Μολαταύτα σαν άκουγε από πολύ μακρυά το μουγκρητό του, ο ήρωας έφευγε. Εκείνη την ημέρα, ακολουθούμενος από τους τέσσερες συντρόφους του, ετόλμησε να γυρίση πίσω. Ηύρε τον δράκοντα σκοτωμένο, το νεκρό άλογο, την σπασμένη ασπίδα, και σκέφτηκε ότι ο νικητής θα πέθανε κι' όλα κάπου.

Κάθε μέρα κατεβαίνει από τη σπηλιά του και στέκεται σε μια από της πύλες της Πολιτείας. Κανείς δεν μπορεί να μπη, κανείς να βγη, αν δε δώσουν, πρώτα, στο δράκοντα μια τρυφερή κόρη. Κι' όταν την πάρη στα νύχια του την καταπίνει σε λιγώτερη ώρα απ' όση χρειάζεται κανείς για να πη τον πάτερ ημών.

Έγειναν δε και εικόνες και αγάλματα και ξόανα παριστώντα τον ιερόν εκείνον δράκοντα, άλλα μεν εκ χαλκού, άλλα δε εξ αργύρου, και εδόθη εις τον θεόν το όνομα Γλύκων, συνεπεία εμμέτρου και θείου παραγγέλματος, το οποίον εξεφώνησεν ο Αλέξανδρος• Ειμί Γλύκων, τρίτον αίμα Διός, φάος ανθρώποισι.

Αλλά θανάσιμος πληγή, την οποίαν έλαβεν ο Τωτίλας, έκρινε την μάχην υπέρ των εχθρών. Τα αιματοβαφή ενδύματα του Τωτίλα εστάλησαν υπό του Ναρσή ως τρόπαιον εις την Κωνσταντινούπολιν. Ο διάδοχος του Τωτίλου Τηίας εξηκολούθησε τον αγώνα και ηνάγκασε τον Ναρσήν να συγκροτήση νέαν κρατεράν μάχην κατά τους πρόποδας του Βεσουβίου παρά τον ποταμόν Δράκοντα.

Στο τέλος, σαν ντροπιασμένη λίγο του είπε: «Αγαπητέ Άρχοντα, μη σας πρόσβαλα σε τίποτα; Γιατί δε μου δίνετε ούτ' ένα φιλί; Πέστε μου για να ξέρω το άδικό μου, κι' αν μπορώ, θα σας ανταμείψω ωραία. — Φίλη, είπεν ο Τριστάνος, μη θυμώσετε, αλλά έχω δώσει όρκο. Άλλοτε, σε άλλον τόπο, είχα πολεμήσει ένα δράκοντα, κι' ήρθα κοντά στο θάνατο, όταν θυμήθηκα τη Θεομήτορα.

Το Τελώνιον χωρίς άλλην απόκρισιν μεταμορφωθέν εις δράκοντα πτερωτόν, αρπάζοντάς με με μεγάλην ορμήν με εσήκωσεν έως τα σύννεφα, που μου εφάνη η γη ωσάν ένα κρεμμύδι· έπειτα με την ιδίαν ορμήν με κατέβασεν εις την κορυφήν ενός βουνού, και εκεί αφού με μετεμόρφωσεν εις το σχήμα της μαϊμούς, έγινεν άφαντον.

Όντας με βλέπης μη προγγάς, κρίνε μου όντας σου κρένω Και γέλα μ' όντας σου γελώ, κι' όντας απλώνω χέρι Γείρε μου εσύτην αγκαλιά, δος μου τα δυο σου αχείλη. Τ' άκουσα που το τραγουδούν απάνουτα λουμάκια Του λόγγου τ' άγρια πουλιά πώς αγαπά η καρδιά σου, Πως διάλεξε αγαπητικόν τον δράκοντα τον Ήλιο.

Σεις δε, ω Τρίτωνες, περάσετε την Λητώ εις αυτήν και ας γείνη γενική γαλήνη. Τον δε δράκοντα όστις την παρακολουθεί και την φοβίζει, ας φονεύσουν τα τέκνα άμα γεννηθούν, εκδικούμενα διά την μητέρα των. Συ δε ανάγγειλε εις τον Δία ότι τα πάντα είνε εν τάξει• η Δήλος εστάθη• ας έλθη δε τώρα η Λητώ και ας γεννήση. 11. &Ξάνθου και θαλάσσης.&

Κατόπιν το επεισόδιον του Κιθαιρώνος και τα δυστυχήματα των Θηβαίων και των Λαβδακιδών, η άφιξις του Κάδμου, η ανάπαυσις του βοός, ο φόνος του όφεως και το φύτρωμα των σπαρτών ανθρώπων και πάλιν του Κάδμου η μεταμόρφωσις εις δράκοντα, η ανέγερσις του τείχους υπό τους ήχους της λύρας, η παραφροσύνη του τοιχοποιού, η καύχησις της Νιόβης και η εκ της λύπης σιγή της.

Σπολάτι! τώρα μοναχό θε να σ' αφίσω, γιατί πετιέμαι πλάι 'δώ, να τηγανίσω κάτι μαρίδες, που ακόμη σπαρταράνε. Ε! τι να γίνη. . . οι ανθρώποι θένε βλέπεις και να φάνε. Το σταφύλι του για μένα είτανε χολή γιομάτο. Τη λύσσα του δράκοντα έλυωνε μέσα στο κρασί του. Το φαρμάκι της ασπίδας στη γλώσσα του από κάτω έκρυβεν ο Καίσαρας.