Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Κι εσέ σκληρά η δική σου σ' εκδικήθη αρπάζοντάς σε απάνω στη χαρά· τον ήλιο πώς λαχτάριζαν τα στήθη, πώς του κόσμου σε πύρωνε η ομορφιά, πώς έλαμπε το μάτι μαγεμένο σ' όνειρο ωραίο εμπρός του ξανοιγμένο!
Κι αφήσαντας τις πολιορκητικές μηχανές που φέρνανε μαζί τους, σύρανε κατά τανατολικά της Θράκης, στη Μακεδονία, και στη Θεσσαλία, σφάζοντας, αρπάζοντας, καίγοντας. Αυτά είναι τα πολεμικά κατορθώματα του Βάλεντα και των αρχηγών του. Η κακή του τύχη όμως φύλαγε κι άλλο δυστύχημα για τη βασιλεία του, το μεγάλο το σεισμό του 375.
Η Αλουπού αρπάζοντας Τη γρούδα τον τηράει, Τον αποχαιρετάει, Του λέγει· όλα καλά Τα έχεις, φίλε, εξαίρετα, Μόν ένα να πασχήσης Ακόμα ν' αποκτήσης Κυρ Κόρακα, μυαλά. Γιατί η κολακεία Μες τη φιλοτιμία Με τρόπο μας εγγίζει, Γλυκά μας γαργαλίζει, Για ταύτο μας αρέγει Σε όσα αυτή μας λέγει· Μόν όποιος να βαθύνη Είν' εύκολο να κρίνη.
Μπα που να σου κοπή το χέρι! είπε φουρκισμένη· λωλάθηκες, λέω, και δεν ξέρεις τι κάνεις. — Λωλάθηκα, μουρλάθηκα, παλάβωσα, ό,τι θες πες· είπε ο γέρος μακραίνοντας από κοντά της. Μα ψηλά τα χέρια σου! ψηλά τα χέρια σου κ' είνε ντροπής! — Για σένα δεν ήταν ντροπής! είπε η γριά αρπάζοντας ξαφνικά το μπράτσο του. — Ωχ! έκαμε ο γέρος, πιάνοντας το μέλος του με μορφασμό.
Το Τελώνιον χωρίς άλλην απόκρισιν μεταμορφωθέν εις δράκοντα πτερωτόν, αρπάζοντάς με με μεγάλην ορμήν με εσήκωσεν έως τα σύννεφα, που μου εφάνη η γη ωσάν ένα κρεμμύδι· έπειτα με την ιδίαν ορμήν με κατέβασεν εις την κορυφήν ενός βουνού, και εκεί αφού με μετεμόρφωσεν εις το σχήμα της μαϊμούς, έγινεν άφαντον.
Τα μάτια του και τα δόντια του άστραφταν στο φως του δειλινού και το πρόσωπό του έγινε άγριο. «Πες μου, δεν ντρέπεσαι;», ρώτησε χαμηλόφωνα, αρπάζοντάς του τα μπράτσα και καρφώνοντάς τον μες στα μάτια. Και ο Έφις ένοιωσε εκείνο το βλέμμα να του καίει τις κόρες των ματιών. Ένας βρόντος ήχησε μέσα στ’ αυτιά του. «Δεν ντρέπεσαι; Άθλιε, εσύ!
— Να την η Όμορφη του Κόσμου· είπε ο νέος αρπάζοντας το χέρι της και κυττάζοντάς την κατάματα. Ξέχασες τίνος πατέρα είμαι γιος; Αλήθεια ο αδερφός μου πάσκισε να μου ψαλιδίση τα φτερά· μα δε μου τα μάδησε κι' ολότελα. Πάλε θα φυτρώσουν με τον καιρό· αν και νοιώθω πως φύτρωσαν από τώρα με τα λόγια σου. Έλα, έλα μαζί μου, αγαπημένη.
Είπε, τα νέφη εσύναξε κ' ετάραξε τον πόντον, αρπάζοντας την τρίαινα, και των ανέμων όλων ταις ζάλαις έσπρωξεν ομού, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη πόντον και γη• κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. κ' Εύρος, Νότος, και Ζέφυρος σφοδρός αντάμα επέσαν, 295 και ο αιθερογέννητος Βορηάς, 'που μέγα σπρώχνει κύμα• και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία, κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του•
Τη μάθαινε ακόμη να παίζη το σουραύλι· κι όταν εκείνη άρχιζε να φυσάη, αυτός, αρπάζοντας το σουραύλι περνούσε γλήγορα τα χείλη του απάνω από τις τρύπες· και φαίνονταν πως τη διόρθωνε που έκανε λάθος, μα με τρόπο στο σουραύλι φιλούσε τη Χλόη. Κ' ενώ έπαιζε μεσημεριάτικο σκοπό και τα κοπάδια στάλιζαν, η Χλόη αποκοιμήθηκε χωρίς να το νοιώση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν