Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Χωριστά δε ωδηγούντο οι πλούσιοι και οι τοκογλύφοι, ωχροί και προγάστορες και χωλαίνοντες από ποδάγραν, δεσμευμένοι έκαστος με κλοιόν και κόρακα βάρους δύο ταλάντων. Σταματήσαντες λοιπόν ημείς εβλέπαμεν τα γινόμενα και ηκούαμεν τας απολογίας. Ως κατήγοροι δε παρίσταντο παράδοξοι και πρωτοφανείς ρήτορες. ΦΙΛ. Δηλαδή ποίοι ήσαν αυτοί; Θέλω να το μάθω και αυτό.
Το δε περισσότερον ανιαρόν είνε ότι και τον καιρόν της οδοιπορίας θα σου ορίση πάρα πολύν, έτη πολλά• δεν αριθμεί με ημέρας και μήνας, αλλά με ολοκλήρους Ολυμπιάδας, ούτως ώστε και μόνον να τον ακούη κανείς κουράζεται και απελπίζεται εκ των προτέρων και στέλλει εις τον κόρακα την επιδιωκομένην εκείνην ευτυχίαν.
« Εκεί, παιδιά, πληγώθηκα. «'Πήγα 'ς το Μακρυνόρος. » Πολέμησα και γύρισα.. «'Σ την Άρτα πολεμάω. « Φεύγω 'πό 'κεί 'ς τη γέφυρα » Του κόρακα νικάω. «'Σ το Μεσολόγγι γύρισα » Για Τούρκους αιμοβόρος.» « Το Μεσολόγγι τωύρηκα » Κι' αυτό τότε 'ς την πτώσι. » Σηκόνομαι 'ς τη γενική » Εκείνη αθυμία, » Βγάζω το δαμασκί σπαθί, » Κι' ανάφτω με μανία » Τον πόλεμο. Τούρκους κ' εκεί » Πολλούς έχω σκοτώσει.»
ΛΟΥΙΖΑ Θα σου πω, αν θέλης να διασκεδάσης, το παραμύθι του γαϊδάρου ή το μύθο του κόρακα και της αλεπούς, που μου τον έμαθαν προχθές. ΑΡΓΓΑΝ Δεν σου γυρεύω αυτά. ΛΟΥΙΖΑ Μα τι λοιπόν; ΑΡΓΓΑΝ Α! παμπόνηρη! ξαίρεις τι θέλω να πω! ΛΟΥΙΖΑ Όχι, μπαμπά μου. ΑΡΓΓΑΝ Έτσι με υπακούεις; ΛΟΥΙΖΑ Μα τι; ΑΡΓΓΑΝ Δε σου είπα να έρχεσαι να μου λες αμέσως ό,τι βλέπεις; ΛΟΥΙΖΑ Ναι, μπαμπά μου. ΑΡΓΓΑΝ Το έκανες;
Η Αλουπού αρπάζοντας Τη γρούδα τον τηράει, Τον αποχαιρετάει, Του λέγει· όλα καλά Τα έχεις, φίλε, εξαίρετα, Μόν ένα να πασχήσης Ακόμα ν' αποκτήσης Κυρ Κόρακα, μυαλά. Γιατί η κολακεία Μες τη φιλοτιμία Με τρόπο μας εγγίζει, Γλυκά μας γαργαλίζει, Για ταύτο μας αρέγει Σε όσα αυτή μας λέγει· Μόν όποιος να βαθύνη Είν' εύκολο να κρίνη.
Και τι χαρά που την είχε, οπού όσο μεγάλωνε, τόσο αύξαναν οι αγαπητικοί, τα τραγούδια, η πατινάδες, τα παινέματα στην εμμορφιά την ασύγκριτη, στα μάτια πούλεγαν τόσα και τόσα χωρίς να μιλούνε, στο λυγυρό κορμί, το κυπαρισένιο, στο περήφανο περπάτημα και στα μαλλιά τα μαύρα σαν του κόρακα το φτερό.
Η Αλουπού αρπάζοντας Τη γρούδα τον τηράει, Τον αποχαιρετάει, 1015 Του λέγει· όλα καλά Τα έχεις, φίλε, εξαίρετα, Μον ένα να πασκήσης Ακόμα ν' αποχτήσης Κυρ Κόρακα, μ ι α λ ά. 1020 Γιατί η κολακεία Μες τη φιλοτιμία Με τρόπο μας εγγίζει, Γλυκά μας γαργαλίζει, Για ταύτο μας αρέγει 1025 Σε όσα αυτή μας λέγει· Μον όπιος να βαθύνη Είν' εύκολο να κρίνη.
Αλλ' αν θέλης και να επαινέσω κάτι τι το οποίον με πολλήν ευφυίαν έπραξες, θ' αναφέρω πώς με την τέχνην του Τισίου και μιμούμενος τον Κόρακα ήρπασες ενός ανοήτου γέροντος τριάκοντα χρυσά νομίσματα και πώς ο αυτός με την μέθοδον του Τισίου παγιδευθείς σου επλήρωσε δι' έν βιβλίον επτακοσίας πεντήκοντα δραχμάς.
Καν με το νου σοφίζεται Το πώς να τον γελάση, Και τη χαψιά να φτάση Οχ το κλαρί ψηλά. Κοντά στη ρίζα εζύγοσε Και με ταπεινοσύνη, Πλαστήν αγαθοσύνη, Τα μάτια χαμπηλά, Κυρ Κόρακα, του φώναζε Πετούμενο αντριομένο, Με χάρες στολισμένο, Εγώ σε προσκυνώ. Ω! πόσο ωραία κ' ώμορφα Αστράφτουν τα λαμπρά σου Αμίμητα φτερά σου Σε χρώμα έτζι σεμνό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν